Τρίτη 25 Νοεμβρίου 2014

Μια διαδρομή


Κυριακή μεσημέρι. Ώρα τρείς και δέκα. Σε είκοσι λεπτά φεύγει το λεωφορείο για Ξάνθη. «Πάλι άργησα», σκέφτομαι. Με γρήγορες και αποφασιστικές κινήσεις ετοιμάζομαι και καβαλώντας το ποδήλατο φτάνω στη στάση με τη ψυχή στο στόμα! Επιβιβάζομαι στο λεωφορείο της γραμμής ανακουφισμένος και χαρούμενος που το πρόλαβα. Μετρημένοι στα δάχτυλα οι επιβάτες. «Κυριακή», σκέφτομαι. Κι εγώ εάν δεν υπήρχε αφορμή για «ταξίδι» θα περνούσα ακόμη ένα κυριακάτικο πληκτικό απόγευμα προσπαθώντας να το γεμίσω με κάτι δημιουργικό.
Ενώ το φθινόπωρο περνάει έξω από το παράθυρο του λεωφορείου ξαφνικά με πιάνει ανησυχία εάν κλείδωσα το ποδήλατο! Χάνομαι προς στιγμήν στις σκέψεις μου μέχρις ότου η ερώτηση του εισπράκτορα «Πού πάτε;» μ’ επαναφέρει και πάλι.
Διώχνω τότε κάθε μαύρη σκέψη και αφήνομαι να γευτώ τη χαρά τη διαδρομής. Παρατηρώ τα χωριά όπου υπάρχει ζωη-ρή κίνηση εν αντιθέσει με την νεκρή –τις Κυριακές- πόλη της Κομοτηνής. Εδώ οι άνθρωποι δείχνουν να γιορτάζουν την ημέρα της –προ μνημονίου επονομαζόμενης- αργίας. Μαζεμένοι σε σπίτια ξεχασμένων γερόντων και σε ντελικάτες ταβέρνες κάνουν πράξη τη σχόλη.
Καρέ-καρέ περνούν από το παράθυρο εικόνες. Όμορφες εικόνες της ελληνικής υπαίθρου.