Ένα παραμύθι για μικρά
και μεγάλα παιδιά
Η
μικρή ήταν ανήσυχη εκείνο το βράδυ. Το χιόνι έπεφτε πυκνό έξω από το παράθυρο
και η πόλη έλαμπε μέσα στη σιγαλιά της νύχτας. Ήταν παραμονές Χριστουγέννων. Κι
εκείνη ήταν κολλημένη στο παράθυρο να κοιτά επίμονα. Όλοι στο σπίτι είχαν τη
δική τους ασχολία. Κανείς δεν έβρισκε χρόνο να ασχοληθεί μαζί της. Ο ερχομός
του παππού στο σπίτι για τις μέρες των γιορτών ήταν το καλύτερο δώρο για
εκείνη! Επιτέλους θα είχε κάποιον που θα της έδινε περισσότερη σημασία. Θα έπαιζε μαζί του, θα του έλεγε όσα είχε
μάθει στο σχολείο και το κυριότερο: περίμενε πώς και πώς να της πει εκείνα τα
ωραία παραμύθια που της διηγούνταν κάθε χρόνο τέτοιες μέρες με τον δικό του ξεχωριστό
και μοναδικό τρόπο. Στο χτύπημα του κουδουνιού, οι χτύποι της καρδιάς της έγιναν
πιο έντονοι από τη λαχτάρα της αναμονής. «Ήρθε ο παππούς!» φώναξε ο μεγάλος
αδερφός. Αμέσως έτρεξε εκείνη να τον προϋπαντήσει και χώθηκε μέσα στη ζεστή
αγκαλιά του. Πριν καλά καλά προλάβει να βγάλει το παλτό του, η μικρή του έδωσε
δυο ρουφηχτά ζεστά φιλιά και χωρίς να χάσει χρόνο, οδήγησε τον παππού στο
δωμάτιό της ζητώντας τον να της διηγηθεί μια ιστορία.
Ο
παππούς θέλοντας να πάρει μια ανάσα πρώτα, της ζήτησε ένα ποτήρι νερό,
προσπαθώντας να το αποφύγει. Το κοριτσάκι όμως ήταν φοβερά επίμονο και ο
παππούς μην έχοντας άλλη λύση, ξεκίνησε αμέσως, τη διήγηση:
«Μια
φορά κι έναν καιρό σ’ ένα μέρος μαγικό ζούσε μια πριγκιποπούλα…»
Η
μικρούλα τότε τον διέκοψε πριν προλάβει να αρθρώσει άλλη λέξη. Παραπονέθηκε πως
είχε ακούσει χιλιάδες φορές όσες ιστορίες είχαν σχέση με κάποια μαγεμένη
πριγκιποπούλα.
«Τι είδους ιστορία θα
‘θελες να σου πω τότε;»
«Κάποια ιστορία χαρούμενη
για τα Χριστούγεννα. Έρχονται γιορτές».
«Μάλιστα!»
είπε ο παππούς και τεντώθηκε. «Θα σου διηγηθώ τότε την ιστορία της μαγικής
χρονοκάψουλας που έκρυβε το νόημα της γιορτής των Χριστουγέννων. Πως σου
φαίνεται αυτή η ιδέα;»