Σάββατο 21 Δεκεμβρίου 2013

Η χρονοκάψουλα των Χριστουγέννων

Ένα παραμύθι για μικρά και μεγάλα παιδιά

Η μικρή ήταν ανήσυχη εκείνο το βράδυ. Το χιόνι έπεφτε πυκνό έξω από το παράθυρο και η πόλη έλαμπε μέσα στη σιγαλιά της νύχτας. Ήταν παραμονές Χριστουγέννων. Κι εκείνη ήταν κολλημένη στο παράθυρο να κοιτά επίμονα. Όλοι στο σπίτι είχαν τη δική τους ασχολία. Κανείς δεν έβρισκε χρόνο να ασχοληθεί μαζί της. Ο ερχομός του παππού στο σπίτι για τις μέρες των γιορτών ήταν το καλύτερο δώρο για εκείνη! Επιτέλους θα είχε κάποιον που θα της έδινε περισσότερη σημασία.  Θα έπαιζε μαζί του, θα του έλεγε όσα είχε μάθει στο σχολείο και το κυριότερο: περίμενε πώς και πώς να της πει εκείνα τα ωραία παραμύθια που της διηγούνταν κάθε χρόνο τέτοιες μέρες με τον δικό του ξεχωριστό και μοναδικό τρόπο. Στο χτύπημα του κουδουνιού, οι χτύποι της καρδιάς της έγιναν πιο έντονοι από τη λαχτάρα της αναμονής. «Ήρθε ο παππούς!» φώναξε ο μεγάλος αδερφός. Αμέσως έτρεξε εκείνη να τον προϋπαντήσει και χώθηκε μέσα στη ζεστή αγκαλιά του. Πριν καλά καλά προλάβει να βγάλει το παλτό του, η μικρή του έδωσε δυο ρουφηχτά ζεστά φιλιά και χωρίς να χάσει χρόνο, οδήγησε τον παππού στο δωμάτιό της ζητώντας τον να της διηγηθεί μια ιστορία.
Ο παππούς θέλοντας να πάρει μια ανάσα πρώτα, της ζήτησε ένα ποτήρι νερό, προσπαθώντας να το αποφύγει. Το κοριτσάκι όμως ήταν φοβερά επίμονο και ο παππούς μην έχοντας άλλη λύση, ξεκίνησε αμέσως, τη διήγηση:
«Μια φορά κι έναν καιρό σ’ ένα μέρος μαγικό ζούσε μια πριγκιποπούλα…»
Η μικρούλα τότε τον διέκοψε πριν προλάβει να αρθρώσει άλλη λέξη. Παραπονέθηκε πως είχε ακούσει χιλιάδες φορές όσες ιστορίες είχαν σχέση με κάποια μαγεμένη πριγκιποπούλα.
«Τι είδους ιστορία θα ‘θελες να σου πω τότε;»
«Κάποια ιστορία χαρούμενη για τα Χριστούγεννα. Έρχονται γιορτές».
«Μάλιστα!» είπε ο παππούς και τεντώθηκε. «Θα σου διηγηθώ τότε την ιστορία της μαγικής χρονοκάψουλας που έκρυβε το νόημα της γιορτής των Χριστουγέννων. Πως σου φαίνεται αυτή η ιδέα;»

«Μου αρέσει πολύ!» αποκρίθηκε ενθουσιασμένο το μικρό κοριτσάκι. «Αλήθεια, παππού, τι είναι χρονοκάψουλα; Δεν μας το έμαθε ακόμα η δασκάλα!»
«Είναι ένα μαγικό κουτί που κρύβει την ιστορία του χρόνου. Ένα κουτί που ταξιδεύει στον χρόνο και μαθαίνουμε πράγματα για τη ζωή των προγόνων μας».
«Ξεκίνα λοιπόν» του είπε τότε η μικρή και κάθισε στα γόνατα του παππού, έτοιμη να ακούσει την ιστορία.
Έτσι, ο παππούς ξεκίνησε τη διήγηση…
Μια φορά κι έναν καιρό στην μακρινή Θράκη, οι γηραιότεροι πολίτες που την κατοικούσαν αποφάσισαν να μαζευτούν με κοινό σκοπό να διώξουν το πνεύμα των Χριστουγέννων. Να υπονομεύσουν μια και καλή την ημέρα-σύμβολο της ανθρώπινης μοναξιάς: τα Χριστούγεννα.
Μισούσαν τα Χριστούγεννα επειδή θεωρούσαν ότι λειτουργούν σαν ένα είδος απολογισμού της χρονιάς, ίσως και της ζωής, ειδικά όταν τα περνάς μέσα στη μοναξιά. Τα τελευταία χρόνια ο Άη Βασίλης συνήθιζε για αυτούς να έρχεται από τις Βρυξέλλες και όχι από την Καισαρεία, και να μαζεύει φόρους αντί να μοιράζει δώρα!  
Για χρόνια ολόκληρα προσπαθούσαν να διώξουν το πνεύμα των Χριστουγέννων. Μάταια όμως. Αυτό πάντα κάπου εκεί γύρω τριγύριζε. Όπως εκείνο που επισκέφτηκε και τον απερίγραπτα τσιγκούνη γερό-Σκρουτζ. Έτσι και οι γέροντες είχαν γίνει εγωιστές, άκαρδοι και άπληστοι σαν την ιστορία του Ντίκενς. Θεωρούσαν τα Χριστούγεννα γιορτή για αργόσχολους και τεμπέληδες!
Προσπάθησαν μάλιστα να κλείσουν τα Χριστούγεννα σε Μουσείο! Άλλωστε ήταν μαθημένοι να φτιάχνουν μουσεία και να κλείνουν μέσα παλιές μα κάποτε αγαπημένες τους συνήθειες.  Εκείνο όμως πάντα επέστρεφε. Αλλά και εκείνοι δεν το έβαζαν εύκολα κάτω. Ήταν άνθρωποι που αρέσκονταν να επιδιώκουν το ακατόρθωτο.
Ύστερα από χρόνια άκαρπων προσπαθειών εξαντλημένοι αποφάσισαν να εγκαταλείψουν κάθε απόπειρα καθώς ήταν πεπεισμένοι ότι δε μπορούσαν να κάνουν τίποτε πια παρά μόνο να το αγνοούν. Έτσι σταμάτησαν να γιορτάζουν. Δε στόλιζαν τα σπίτια τους και είτε είχαν πετάξει είτε είχαν κάψει οτιδήποτε μπορεί να τους θύμιζε Χριστούγεννα. Έτσι, ενώ πριν όλα ήταν πολύχρωμα και φωτεινά πλέον τις κρύες εκείνες γιορτινές μέρες του Δεκέμβρη ένα μαύρο σύννεφο σκέπαζε τα πάντα.
Η ζωή πλέον ήταν μονότονη. Οι άνθρωποι σταμάτησαν να φτιάχνουν λιχουδιές και να ανταλλάσσουν δώρα.  Τίποτα δεν είχε νόημα.
Τα πιτσιρίκια που δεν καταλάβαιναν από χαράτσια και ελλείμματα, περιοριστικές πολιτικές και οικονομίες κλίμακος, επέμεναν και συνέχιζαν να κρεμούν τις κάλτσες τους είτε μπροστά στο τζάκι είτε στις σόμπες που μετά από χρόνια ξανά επέστρεψαν σε πολλά σπίτια.
Έστελναν κάθε χρόνο γράμμα στον Άγιο Βασίλη. Εκείνος δεν απαντούσε όμως στα γράμματα τους και ύστερα από λίγο ανακάλυψαν ότι ο Άγιος Βασίλης απαντάει μόνο σε επίσημα γράμματα σφραγισμένα με βουλοκέρι ή έστω με το μονόγραμμά σου. Άρχισαν, λοιπόν, να του στέλνουν πολλά γράμματα. Με τα χρόνια μαράζωναν και έχαναν κάθε ελπίδα ότι όλα θα ξαναγινόταν όπως παλιά. Μια παραμονή Χριστουγέννων έλαβαν επιτέλους μια απάντηση από τον Άγιο Βασίλη, ο οποίος τους ζητούσε συγνώμη για την εξαφάνισή του. Στο γράμμα τους εξηγούσε ότι ,  ο καημένος,  είχε πάθει αμνησία, όπως τον ξέχασαν οι άνθρωποι έτσι κι εκείνος είχε ξεχάσει τον ρόλο του και αναγκάστηκε να κάνει πολυετή ψυχοθεραπεία για να ξαναθυμηθεί. Ο ίδιος μάλιστα καλούσε τα παιδιά στο Μουσείο των Χριστουγέννων ώστε να πάρουν μέρος σ’ ένα δημιουργικό εργαστήρι για τη «Μαγική Χρονοκάψουλα των Χριστουγέννων!».
Έτσι τα παιδιά, έτρεξαν να επισκεφτούν το Μουσείο, όπου εκεί  είχαν την ευκαιρία με ξεναγό τον Αϊ-Βασίλη να ξαναθυμηθούν παλιά έθιμα. Τα παιδιά με τη βοήθεια του Αϊ Βασίλη ταξίδεψαν έναν αιώνα πριν στα χρόνια των προγόνων τους και έμαθαν μέσα από ένα διαδραστικό εκπαιδευτικό παιχνίδι πως γιόρταζαν κάποτε τα Χριστούγεννα στη Θράκη.

Έμαθαν χριστουγεννιάτικα τραγούδια εμπνευσμένα από το θρησκευτικό κύκλο και μαγείρεψαν τηγανίδες όσο ο Αϊ Βασίλης τους διηγιόταν τα ήθη του  Δωδεκαήμερου που άρχιζε από την Παραμονή των Χριστουγέννων.   
«Κάθε χωριό της Θράκης είχε και τα δικά του χριστουγεννιάτικα τραγούδια, που διαφέρανε από τα γειτονικά χωριά τόσο στη μελωδία όσο και στα λόγια.
Τα παιδιά με τα τρίγωνά τους ξαμολιόταν στα σοκάκια και έλεγαν τα «Κόλιαντα», τα κάλαντα, κρατώντας στα χέρια τους χοντρά και μακριά ξύλα, τις «τσουμάκες». Τα ξύλα αυτά δεν ήταν μόνο σύμβολο της γιορτής, που συμβολίζανε τα ραβδιά των ποιμένων της Βίβλου. Ήταν τα προστατευτικά τους μέσα από τις επιθέσεις των σκυλιών. Μ’ αυτές επίσης θα χτυπούσαν τις πόρτες των σπιτιών, για να τους ανοίξουν.
Το βραδινό τραπέζι της Παραμονής των Χριστουγέννων, περιλάμβανε «τα Εννιά Φα(γ)ιά». Το βράδυ αυτό έπρεπε το τραπέζι να είναι στρωμένο με εννέα φαγητά. Στο «σοφρά» υπήρχαν: χαλβάς, ελιές, άζυμη πίττα, λάχανο, πιπεριές, μελιτζάνες, ντομάτες, τουρσί και αλατοπίπερο. Σε πολλά χωριά, ο νοικοκύρης ασήμωνε το τραπέζι βάζοντας ένα ποσό κάτω από τη μεσάλα (τραπεζομάντιλο). Τα χρήματα τα έπαιρνε όποιος ξέστρωνε το τραπέζι (συνήθως τα παιδιά).
Σαν ιεροτελεστία γινόταν σε κάθε οικογένεια η σφαγή του γουρουνιού, τα “χοιροσφάγια”, που το παχύ τους κρέας και το λίπος ήταν η κατάλληλη τροφή για τον βαρύ θρακικό χειμώνα. Όλοι τότε τρέφανε γουρούνια στα σπίτια τους, στα κουμάσια, «γιατί Χριστούγεννα χωρίς χοιρινό κρέας στο σπίτι δεν μπορούσαν να νοηθούν». Το χοιρινό κρέας αποτελούσε το κύριο φαγητό στο χριστουγεννιάτικο γεύμα.
Από το γουρούνι που σφάζονταν, προκύπτει και ένα μοναδικό θρακιώτικο έδεσμα, αυτό της Μπάμπως, που είναι το έντερο του γουρουνιού γεμιστό με κρέας, ρύζι και μπαχαρικά. Από το γουρούνι που έσφαζαν την παραμονή δεν πετιόταν τίποτα.
Το γιορτινό τραπέζι συμπληρωνόταν και με ρόδια, κάστανα, καρύδια, χαρούπια και σύκα, καρπούς που δηλώνουν την ευημερία και συνδέονται με την περιοχή της Θράκης.
Σ’ όλα τα σπίτια, έπλαθαν και έψηναν τις τηγανίδες. Στο σοφρά η μητέρα και τα κορίτσια έπλαθαν το έτοιμο ζυμάρι σε χοντρό μακαρόνι, τις τηγανίδες, και το δίπλωναν τεχνικά στα τέσσερα. Μετά το έριχναν στη μεγάλη τηγάνα που ήταν γεμάτη καυτό λάδι πάνω στη φωτιά, για να ψηθεί. Η πρώτη τηγανίδα, μεγάλη και στρογγυλή με σταυρό στη μέση ήταν του Χριστού, η δεύτερη παρόμοια του σπιτιού κ.λ.π. Άλλα γλυκά που έφτιαχναν στο σπίτι την περίοδο αυτή ήταν οι κουραμπιέδες και τα μελομακάρονα.
Ανήμερα των Χριστουγέννων τα παιδιά του χωριού περιφέρονταν με το τσατάλ, βέργα με διχάλα στο ένα άκρο της, και ένα ταψί στο οποίο συγκέντρωναν  τα κεράσματα και τραγουδούσαν «Τσιτσί κολουντρί χάπε ντέρε σε ιγκούδιν» (δηλαδή: Τσιτσί κολουντρί ανοίξτε την πόρτα, γιατί ξημέρωσε). Τα «τσιτσί» συνδέονται με τον ερχομό των καλικάντζαρων στον επάνω κόσμο και παρομοιάζονται με πολύ μεγάλες γάτες, οι οποίες εμφανίζονται το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων και προκαλούν ζημιές σε όσα σπίτια δεν προσφέρουν λεφτά, όταν χτυπούν στους τοίχους τους.
Όσοι δεν άνοιγαν την πόρτα τους τιμωρούνταν παραδειγματικά με τη μεταφορά κάποιου αντικειμένου από την αυλή τους στο δρόμο ή στην πλατεία του χωριού».
Και κάπου εκεί τελείωσε η διήγηση του Αϊ-Βασίλη… Τα παιδιά ενθουσιασμένα μ’ όσα άκουσαν, τον ικέτευσαν τότε να τους ξανά φέρει δώρα. Εκείνος δέχτηκε με την προϋπόθεση ότι τα παιδιά όταν μεγαλώσουν δε θα γίνουν όπως οι γονείς τους και ότι δεν θα τον ξεχάσουν ποτέ…
Γύρισαν τότε σπίτι τους και κοιμήθηκαν εκείνο το βράδυ βαθιά και όταν ξύπνησαν το πρωί…
«Ανακάλυψαν πως όλα ήταν ένα όνειρο» είπε το μικρό κορίτσι διακόπτοντας τον παππού.
«Όχι, ήταν όλα αλήθεια!» της απάντησε ο παππούς.
«Τι ανακάλυψαν τότε;»
«Όταν ξύπνησαν εκείνο το πρωί όλα θύμιζαν τον παλιό καλό και γιορτινό καιρό. Οι δρόμοι ήταν γεμάτοι με κόσμο που αντάλλαζαν ευχές. Τα φώτα των μαγαζιών έλουζαν το χιονισμένο πεζοδρόμιο και οι μυρωδιές των γλυκισμάτων και των φαγητών πλημμύριζαν τον αέρα.
Όλοι πλέον αναζητούσαν λίγη απ’ την μαγεία των Χριστουγέννων. Γιατί τα Χριστούγεννα όλος ο κόσμος θέλει να ξεφύγει από τα προβλήματα και τα βάσανά του,  γνωρίζοντας πολύ καλά ότι την επομένη όλα θα είναι όπως τα αφήσαμε. Θα είναι ξανά εκεί  οι φοβίες και οι ελπίδες, τα λάθη και τα πάθη μας, τα όνειρα και οι εφιάλτες.
Όλοι αποφάσισαν να γνωρίσουν επιτέλους τους γείτονές τους, να μοιραστούν έθιμα και παραδοσιακές γεύσεις με τις φυλές που κατοικούν στην πόλη τους. Να ανταλλάξουν χαμόγελα και ευχές ακόμα κι αν ήξεραν ότι ούτε φέτος θα πιάσουν».
«Σου κάνει αυτό το τέλος;» ρώτησε ο παππούς.
«Ναιιιι!» φώναξε δυνατή η μικρή, αν και δυσαρεστήθηκε που η ιστορία έπρεπε να τελειώσει. Τότε η μητέρα της άνοιξε την πόρτα και ρώτησε τον παππού της: «Θα έρθετε επιτέλους για βραδινό; Τι κάθεσαι και της λες όλη αυτή την ώρα;».
«Ένα παραμύθι με ηθικό δίδαγμα».
Η μικρή τότε γραπώθηκε γι’ άλλη μια φορά από το λαιμό του παππού της και είπε ικετευτικά:
«Μόνο εμείς ξέρουμε την ιστορία της καψούλας! Είναι το μυστικό μας! Μην πεις τίποτα, παππού! Μην πεις!».

Επιμύθιο ή υστερόγραφο: Οι άνθρωποι δεν κατάφεραν ποτέ να διώξουν το πνεύμα των Χριστουγέννων. Ίσως επειδή τα Χριστούγεννα παραμένουν η πιο ωραία επινόηση. Οι γιορτές (όποια αρέσει στον καθένα) είναι απλά στιγμές που υπερβαίνεις τον καθημερινό αγώνα. Δεν υπάρχει πιο άχαρο πράγμα από μια ζωή που όλες οι μέρες είναι ίδιες. Και όποιος αμφιβάλλει, ας πάει σ’ ένα στολισμένο μέρος και ας κοιτάξει τα μάτια των παιδιών. Εκεί μέσα θα δει την αλήθεια ολοφώτιστη.
Καλά Χριστούγεννα!


Μπάμπης Καλπάνης
Δημοσιεύτηκε στην Κ:

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου