Τετάρτη 14 Δεκεμβρίου 2011

Λάκης Παπαδόπουλος: «Κάθε δίσκος είναι ένα καινούριο σταυρόλεξο»



Ξεκίνησε την καριέρα του με την πρώτη φουρνιά των ελληνικών συγκροτημάτων στη δεκαετία του '60. Ένας καλλιτέχνης, που χρόνια τώρα κυλάει μέσα στη μουσική, αποδεικνύοντας περίτρανα πως η μουσική είναι μία και δεν έχει είδη ή ταμπέλες. Διάχυτο μέσα στη δουλειά του το χιούμορ, διακριτικό, καυστικό κι έξυπνο, προκαλεί αβίαστα το γέλιο. Ένας άνθρωπος χωρίς κόμπλεξ και ταμπού. Ένας άνθρωπος ελεύθερος. Μπορεί να έχει περάσει καιρός από τότε που ο Λάκης σήκωσε για πρώτη φορά τα ρεβέρ ψηλά και την ηλεκτρική κιθάρα, αλλά η μουσική του είναι πάντα επίκαιρη. Ο λόγος, φυσικά, για τον Λάκη Παπαδόπουλο, τον Λάκη με τα Ψηλά Ρεβέρ, όπως τον γνωρίζουν οι περισσότεροι. Τον συναντήσαμε κατά τη διάρκεια του 28ου Φεστιβάλ ΚΝΕ - Οδηγητή, λίγο πριν δώσει τη συναυλία συμμετέχοντας με τον δικό του τρόπο σε αυτό. Λάκης με τα Ψηλά Ρεβέρ όμως… 

Πέμπτη 27 Οκτωβρίου 2011

Γιώργος Μιχαλακόπουλος: "Το θέατρο δεν συμπορεύεται με την αλήθεια"


Η "Λυσιστράτη" του Αριστοφάνη ανέβηκε στο Αρχαίο Θέατρο Θάσου, στα πλαίσια του 45ου Φεστιβάλ Φιλίππων- Θάσου. Εκεί είχαμε την ευκαιρία να συνομιλήσουμε με τον Γιώργο Μιχαλακόπουλο, άνθρωπο καταξιωμένο στο χώρο του θεάτρου, τον οποίο υπηρετεί εδώ και 42 χρόνια και αυτό που τον χαρακτηρίζει είναι το ήθος, η ποιότητα και ο επαγγελματισμός. Είχε την ευτυχία να δουλέψει με σκηνοθέτες όπως ο Κουν, ο Βολανάκης, ο Μπάκας, ο Βουτσινάς. Στα μονοπάτια τουΑριστοφάνητον οδήγησε πριν 41 χρόνια, ο δάσκαλός του Κάρολος Κουν με τους θρυλικούς «Όρνιθες». Ήταν αυτός που τον μύησε στο σουρεαλισμό του Αριστοφάνη και το παιχνίδι του σαρκασμού του. Γνωστό του «χωράφι», ο Αριστοφάνης, ολόδικό του, μια και έχει παίξει στις δέκα από τις ένδεκα κωμωδίες του και του απομένουν οι «Σφήκες». Θεωρεί ότι η «Λυσιστράτη», που σκηνοθετεί και πρωταγωνιστεί ταυτόχρονα στο ρόλο του «Κινησία», είναι το φωτεινότερο αντιπολεμικό έργο στην παγκόσμια δραματουργία

Παρασκευή 30 Σεπτεμβρίου 2011

Συνέντευξη με τον Θόδωρο Αγγελόπουλο

«Η πολιτιστική δραστηριότητα και μόνο μπορεί να κρατήσει τους πληθυσμούς στην επαρχία»


Ο Θόδωρος Αγγελόπουλος, ο μεγάλος Έλληνας σκηνοθέτης, από τους πιο σημαντικούς του σύγχρονου ελληνικού κινηματογράφου, ο πολίτης των Βαλκανίων, της Ευρώπης και του κόσμου όλου, ο πολυβραβευμένος, μιλά για τις δημιουργίες του, τα όνειρά του και την καινούρια τριλογία των ταινιών που σκοπεύει στο μέλλον να ολοκληρώσει. 
Σεμνός και διακριτικός, γνωρίσματα που χαρακτηρίζουν ανθρώπους με ποιότητα, δεν κάνει λόγο για προσωπικό ταλέντο, ίσως επειδή γνωρίζει πως κάθε χάρισμα δίνεται από το σύμπαν και επιστρέφει σε αυτό. Στην διάρκεια της συζήτησης ο σκηνοθέτης έχοντας καταργήσει το εγώ του, μιλάει για το έργο του αποστασιοποιημένα, ήρεμα και απλά. Είμαστε δίπλα σε έναν άνθρωπο που διατυπώνει τις αγωνίες του ώριμα και με τη ζωντάνια ενός εφήβου συνάμα. Μαζί με έναν άνθρωπο, που μετά από τόση κατάθεση ζωής, γράφει με απίστευτη μετριοφροσύνη στον πρόλογο του σεναρίου "Μια αιωνιότητα και μια μέρα": "Εκείνος που θα πει ότι η ιδέα μιας ταινίας τού γεννήθηκε καθώς κοίταζε ένα δέντρο, λέει αλήθεια". 
Βαθιά Έλληνας, με ανοιχτή και χωρίς συμβατά όρια σκέψη, τελειώνοντας την καινούρια του ταινία "Το λιβάδι που δακρύζει", την πρώτη της τριλογίας, κάνει σχέδια για τη δεύτερη που θα ξεφύγει από τα σύνορα των Βαλκανίων και θα έχει ως σύνορά της αυτά του κόσμου, για να επιστρέψει με την τρίτη ταινία στην Ελλάδα από όπου ξεκίνησε και για την οποία μίλησε σε καιρούς δύσκολους καταθέτοντας την ιστορία της και την κάθε ανάσα της στον ελληνικό κινηματογράφο και στο κοινό της γης. 
Το έργο του Θόδωρου Αγγελόπουλου, δεν παρακολουθείται τυχαία, ούτε περιστασιακά από αυτόν που θέλει να κατανοήσει τη σκέψη και το βάθος του. Ο θεατής θα αρχίσει από την "Αναπαράσταση" και τις "Μέρες του ΄36", για να αφήσει το "Θίασο" και τους "Κυνηγούς" να ανοίξουν και άλλες πόρτες της ιστορίας, το "Μεγαλέξανδρο" να συνεχίσει τη διαδρομή για να καταλήξει στο "Ταξίδι στα Κύθηρα" και στο "Μελισσοκόμο". Θα περάσει από το "Τοπίο στην ομίχλη", για να πορευτεί πλάι στο "Μετέωρο βήμα του πελαργού", να δει μέσα από το "Βλέμμα του Οδυσσέα" και να τερματίσει τη μύησή του, για την ώρα στο "Μια αιωνιότητα και μια μέρα". 
Το "δέντρο" του κυρίου Αγγελόπουλου, δεν εξαντλείται. Ο σκηνοθέτης θα γεννάει πάντα την ιδέα βλέποντάς το, για να δίνει στον εαυτό του την ευκαιρία να εκφραστεί και σε μας την τύχη, από κάποια κινηματογραφική αίθουσα να συμμετέχουμε στη δημιουργία. 

Πέμπτη 30 Ιουνίου 2011

Ήλιος στην καταχνιά της χαρτούρας




Καλοκαίρι.
Ανάμεσα στη μνήμη και τη λήθη…
Ανάμεσα σε σκέψεις και πράξεις…
Σε ανομολόγητα μυστικά και σιωπές…
Καλοκαίρι και χρόνος…
Οργανώνοντας τα σημάδια των προηγούμενων εποχών…
Καλοκαίρι και σε θυμάμαι ήλιο στην καταχνιά της χαρτούρας.
Ανάμεσα σε μπλοκ σημειώσεων, post it, τετράδια, εφημερίδες, περιοδικά.
Και σε αμέτρητες σελίδες άλλοτε άδειες και άλλοτε μουντζουρωμένες. 
Πλημμυρισμένες από μελάνι που λόγω της ζέστης χάνεται η αρχική του υφή…
Σελίδες παντού πεταμένες και χωμένες ανάμεσα σε αρχεία…
Αρχεία…για να θυμίζουν τι;
Κάτι πρέπει να μείνει και τίποτα –ίσως- μαζί…
Μπ. Κ. 

Παρασκευή 20 Μαΐου 2011

Βόρειες Αγωνίες



Αγωνία.
Αγωνίες στο τέλος της μέρας.
Αγώνας ανθρώπων
άγονος
Σύνορα. Βαλκάνια.
Η άκρη της Ελλάδας με τη ζωή των ανθρώπων
στα άκρα
Υποσχέσεις-κούφια λόγια
ξεχνιούνται στον χρόνο.
Εσχατιά της Ελλάδας!
Περιφρόνηση.
Αδιάντροπος κυνισμός παντού.
Ποιος θα κυριαρχίσει σ’ ένα παιχνίδι χωρίς κανόνες;
Λήθη-μοναξιά.
Χάος. Κενό.
Ματαιοδοξία;
Επαρχία: κινούμμενη άμμος.
Εγκλωβίζεσαι
Βαλτώνεις
Ένα παχύ, λασπώδες στρώμα κοινωνικής συντήρησης
βουρκώνει τα νερά μας όποτε πάν' να κινηθούν.
Περιφέρεια.
Είναι αρκετός ο αεράς;
Το νέφος της κρίσης πνίγει τους νέους
Ζούμε υπό διωγμόν
Ενώ μάθαμε να μετράμε απώλειες.
Βορράς.
Τι έχει μείνει…;
Οι αργοί ρυθμοί και η νωχελικότητα των μικρών πόλεων.
Η έντονη μυρωδία της καθημερινότητας.
Λίγη στάλα αληθινής ζωής.
Και μια πόρτα ακόμη ξεκλείδωτη;
Για πόσο ακόμη;
Προβλήματα.
Ανεργία, αποβιομηχάνιση, έλλειψη υποδομών,
ανυπαρξία σχεδιασμών-μελετών.
Μειώσεις.
Μόνο αφαιρέσεις.
Και διαιρέσεις.
Επήλθε άραγε ποτέ αληθινή πρόοδος σ' αυτόν τον τόπο;
Μιζέρια και λαϊκισμός.
Απάθεια και μικροσυμφέροντα.
Υποκρισία
Τη βλέπεις στα μάτια των μακάριων χαζοχαρούμενων.
Προσπαθούν να διασώσουν το κουρελιασμένο τους στάτους μες στην καταστροφή.
Κούφια λόγια.
Λόγια «κουρέλια» για μια ανάπτυξη που δεν ήρθε ποτέ.
Όραμα.
Ποιό Όραμα;
Τι αναδεικνύει;
Τον αρπακτικό εγωισμό των πολιτικών.
Μέσα από μια καταιγιστική κενολογία προπαγάνδας.
Τον εγωισμό της εξουσίας.
Την κραιπαλική ηδονή της εξουσίας.
Και τα όνειρα;
Δεν έσβησαν ακόμη ;
Μισοκαίει η λάμπα, θα σβήσει κι αυτή…
Και οι Αναμνήσεις;
Τις κουβαλάει το ιντερσίτι και τις παίρνει μαζί του
με προορισμό τις μεγαλουπόλεις.
Via Εγνατία
Μονόδρομος ή Αδιέξοδο;
Δεν υπάρχουν αδιέξοδες καταστάσεις
υπάρχουν (;) δρόμοι που δεν έχουμε σκεφτεί…
Οι δυστυχισμένες μέρες.
Ζούμε τις χειρότερες μέρες  ή οι χειρότερες δεν έχουν έρθει ακόμη;
Όταν το κόμμα βρέθηκε κάτω από μια αποφασισμένη τελεία δημιουργήθηκε ένα μεγάλο ερωτηματικό.
Τα ερωτήματα πληθαίνουν
οι απαντήσεις λιγοστεύουν
οι επιδοκιμασίες περιττεύουν.

Μπάμπης Καλπάνης

Πέμπτη 5 Μαΐου 2011

Διαδρομές αντίθετες



Για κοίτα πώς αλλάξαμε...
Ακόμη και τα πρόσωπά μας ωρίμασαν.
Πλεον δεν γνωρίζουμε ο ένας τον άλλο.
Ούτε και στη κλασσική διαδρομή του λεωφορείου δεν μιλάμε πια.
Απόμακρα καθόμαστε...
Τόσο ξένοι μοιάζουμε. 
Τόσο απόκοσμα άγνωστοι.
Κι'αυτά τα μάτια...αμείλικτα παρέμειναν.
Να ζητιανεύουν σκιές μέσα στα όνειρα του τότε.
Μάταια.
Και τα συναισθήματα δείχνουν να ξεθώριασαν. 
Μοιάζουν να μπήκαν στο πλυντήριο της μνήμης.
Tα χτυπήματα στον κάδο αλλοίωσαν το νόημα τους.
Φυγές ή αποφυγές;
Επιλογές που καταλήγουν λανθεσμένες διαφυγές…
Στάσεις και αποστάσεις.
Κατεβήκαμε σε διαφορετικές στάσεις.
Και γίναμε σαν μια «τελεία» στο βάθος του ορίζοντα.
Σαν νότες δίχως πεντάγραμμο.
Ευτυχώς όμως,η λέξη "αντίο",είναι ακόμη πολύ μικρή για να χωρέσει το μεγαλείο.
Μπ. Κ. 

Σάββατο 23 Απριλίου 2011

Εξοδος

Πάσχα θα πει  Έξοδος. Πέρασμα γι’  αλλού. Ξεκινώ για τη δική μου έξοδο από το κλεινόν άστυ.  Αφήνω την Αθήνα και φεύγω βόρεια. Επιστρέφω. Με το λεωφορείο της γραμμής. Τα λεωφορεία σου ξαναδημιουργούν  τον χάρτη. Σου ανοίγουν δρόμους.  Διαδρομές, λεωφόρους, σκοκάκια, στροφές, ανηφόρες, κατηφόρες. Τα λεωφορεία σου ξαναθυμίζουν τους ανθρώπους. Σου ξαναθυμίζουν τους ανθρώπους σου. Ακούς τα λόγια τους, τις συμβουλές τους, τους προβληματισμούς τους, τους φόβους τους, τις επιθυμίες τους,  την αμηχανία, τη λαχτάρα τους.
Στη διαδρομή ξανά ανακαλύπτω τη φύση : Τα μάτια μου πλημμυρίζουν από εικόνες. Η άνοιξη μας τραγουδά το τραγούδι της. Αρκεί να έχουμε τα αυτιά μας ανοιχτά για να το ακούσουμε. Να ανταποκριθούμε στο κάλεσμά της μ’ όλες μας τις αισθήσεις. Ανθισμένες αμυγαδαλιές και νερατζιές, ανθισμένες πασχαλιές και κίτρινα κυκλάμινα. Και παπαρούνες, ναι - και παπαρούνες.  Απλώνονται παντού ενώ τις κάνουν παρέα τα μυρωδάτα  χαμομήλια.  Πάσχα των λουλουδιών. Πυκνή βλάστηση παντού. Ψηλά βουνά και  καταπράσινα χωράφια. « Όμορφη που είναι η μέρα του ταξιδιού» σκέφτομαι και με κάνει να ξεχάσω για λίγο το άγχος μου και την αγωνία μου για το αύριο. 
Ο ήχος όμως από το χτύπημα του κινητού μου χαλάει την εικόνα και την γλυκιά ηρεμία των στιγμών.  «Που είσαι; Έφτασες;». Πιάσαμε Βορρά. Εδώ πια όλα δείχνουν διαφορετικά. Όσο μετακινείσαι από το κέντρο της Ελλάδας προς τα βόρεια η εικόνα αλλάζει.  Εδώ είναι Βαλκάνια, είναι νευραλγική περιοχή, αυτός ο τόπος ορίζει ιδίως το συμφέρον των τρίτων, των άλλων, των συμμάχων. Ξανά χάνομαι στις σκέψεις μου και πάλι. Με πιάνει και πάλι μελαγχολία. Νιώθω πως τρέχουμε πάνω σ’ έναν ναρκοθετημένο δρόμο, φεύγουμε για το πουθενά, οδηγός μας πλέον μόνον το ένστικτο, προορισμός η επιβίωση.  «Όλα είναι δρόμος», ατέλειωτος δρόμος.  «Θα φτάσουμε ποτέ;» Τρέξιμο, πανικός, οδοιπορικό, κι όταν κοιτάξεις πίσω σου δε βλέπεις κανέναν.
Μετακινείσαι ολοένα προς το μηδέν, που είναι η αρχή των πραγμάτων. Άδικος και χαμένος χρόνος. Γύρω του, ρωγμές. Κι όμως στο τέλος υπάρχει ένα σημείο που ο χρόνος μετράει. Ενώνεται στην αρχή και ξαναβλέπει. Για να ξαναρχίσει. Η ίδια, κατορθωμένη ανάκαμψη.

Ο,τι κι αν σου πουν οι πυξίδες δείχνουν πάντα τον Βορρά.

Μπάμπης Καλπάνης
Δημοσιεύτηκε στο Protagon:

Τρίτη 19 Απριλίου 2011

Στην άκρη της πόλης

Απόγευμα  Κυριακής που μοιάζει περισσότερο με βράδυ εξαιτίας του καιρού. Φυσάει και βρέχει ασταμάτητα. Κρύωσε ο καιρός και θυμίζει φθινόπωρο. «Πάλι;» σκέφτομαι αλλά δεν πτοούμαι καθόλου, αντιθέτως έχω όρεξη για βόλτα. Δεν υπάρχει καλύτερο πράγμα από το να βρέχει αλλά εσύ να ξέρεις ότι είναι άνοιξη!
Είμαι έτοιμος να βρεθώ στης βρεγμένης γης την αγκαλιά. Στους πολύβουους,  σκοτεινούς και λουσμένους στο φως δρόμους της Αθήνας.  «Οι σταγόνες γίνονται αέρας και ο αέρας μπορεί να διαλύσει τα πάντα» μου είχε πει κάποτε μια φίλη και αναρωτιέμαι αν οι σταγόνες της βροχής  είχαν ευεργετικές ιδιότητες θα μπορούσαν να καθαρίσουν την σκόνη από τη γκρίζα και ομιχλώδη καθημερινότητά μας.  Βγαίνω στους δρόμους χωρίς συγκεκριμένο προορισμό - μια βόλτα στο πουθενά.  Άλλωστε και η ζωή μια ευθεία στο πουθενά του δρόμου δεν είναι;
Λεωφόρος  Αλεξάνδρας. Και στα δυο ρεύματα του δρόμου η κίνηση είναι για ακόμη μια φορά πυκνή και μοιάζει με εκείνη των καθημερινών πρωινών ωρών. Ουρές τα αυτοκίνητα. Καθώς κατηφορίζω προς το Πεδίον του Άρεως συναντώ παρέες  που σκάνε από τους παράδρομους. Στο βλέμμα τους ζωγραφισμένη η θλίψη. Οι άνθρωποι «πρόσφυγες» στα όνειρά τους, πασχίζουν να θυμηθούν τι ξέχασαν..Μικρός ο δρόμος και τα όνειρα χωρούν μόνο σε δυο τσέπες γεμάτες αυταπάτες.  Καθώς προχωράω συναντώ μια όμορφη και ευπρεπή κοπέλα να στέκεται ακίνητη σε μια γωνιά. Καθώς πλησιάζω προς το μέρος της, εκείνη με σταματάει, «σου περισσεύει ένα ευρώ να συμπληρώσω τα χρήματα μου για  να πάρω τσιγάρα»;  Δεν έμοιαζε ούτε για ναρκομανής, ούτε για ζητιάνα.  «Είμαι άνεργη» μου λέει. «Κι εγώ!», της απαντάω.  Μου γνέφει με το κεφάλι σα να μου λέει «καταλαβαίνω» και απομακρύνεται.
Φτάνω στην Πατησίων και με μιας στην 28ης Οκτωβρίου, την Πανεπιστημίου, όπου επικρατεί μια νεκρική σιγή,  γαλήνια. Το Πολυτεχνείο στέκει εκεί σιωπηλό σα να συμμετέχει σε διαρκές, μόνιμο –ίσως και «μνημονιακό»-πένθος. Σκέφτομαι την απώλεια και μου έρχονται στο μυαλό τα στάδια του πένθους: Κενό, Φόβος, Θυμός, Ενοχή, Αποπροσανατολισμός, Παράπονο. Αναρωτιέμαι σε ποιο στάδιο βρισκόμαστε σαν χώρα… Κι όμως συλλογίζομαι πως η μεγαλύτερη αισιοδοξία προκύπτει καμιά φορά και από τη βαθύτερη απελπισία. Στροφή για την Ομόνοια, όπου ο βηματισμός από ένα σημείο και μετά αρχίζει να γίνεται πιο έντονος και γρήγορος αυθόρμητα. Όχι, δεν είναι φόβος, μα γρήγορη προσπέραση που προκαλεί λύπη και πόνο. Γύρω-γύρω από την πλατεία παρέες νέων που έχουν επιλέξει τον δικό τους τρόπο διασκέδασης. Μετανάστες παντού. «Πρέζα , Πορνεία , Παραεμπόριο. Τρία  Π αντικατέστησαν το Π του «Πολιτισμού» ακούω μια παρέα να αναφέρει καθώς διαπερνά την πλατεία και κατευθύνεται με γρήγορο βηματισμό προς το μετρό. Συμμερίζομαι το αίσθημα ανασφάλειας που νιώθουν οι άνθρωποι, αλλά πιστεύω ότι το τελευταίο πράγμα που ευθύνεται γι' αυτή την ανασφάλεια είναι η φυλετική καταγωγή των φτωχών, διωκόμενων από την Πολιτεία, εξωθούμενων στην παρανομία, νέων, άνεργων και ανέστιων ανθρώπων που κυκλοφορούν στην παραμελημένη, παρατημένη στην τύχη της, πλημμελώς φωτιζόμενη και ανεπαρκώς αστυνομευόμενη περιοχή.
Κατηφορίζω στην Αγίου Κωνσταντίνου. Εκεί η σκηνή του Εθνικού, λαμπερή, άναψε τα φώτα της και είναι έτοιμη να υποδεχτεί  το κοινό , το οποίο σαν νυχτώνει ξεχνά το βάσανο των δελτίων ειδήσεων και ψάχνει τις φωτεινές πόρτες των θεάτρων.  Συνεχίζω για Μεταξουργείο, όπου δεν κυκλοφορεί ψυχή : Επικρατεί το σκότος. Μόνο στα υπερπολυτελή ξενοδοχεία πέριξ της πλατείας διακρίνω παρέες που διασκεδάζουν γύρω από τραπέζια τρώγοντας «φιλέτο με πορτσίνι και μανιτάρια, φάβα με μαύρη τρούφα και γαρίδες τυλιγμένες με ντρέσινγκ βανίλιας και ροδιού», όπως  ακούω να λέει μια «κοσμική» κυρία, βγαίνοντας μετά το δείπνο και σχολιάζοντας το μενού στο κινητό. Με πιάνει το στομάχι μου. Νιώθω πως ανακατεύομαι και αποφασίζω να ανηφορίσω προς Εξάρχεια.
Στη Σόλωνος γυναίκες που κάνουν πεζοδρόμιο. Σταματάνε αυτοκίνητα μπροστά τους και τις πειράζουν λέγοντάς τες πως οι καιροί είναι δύσκολοι και δεν τους περισσεύουν, αυτές απαντούν με χιούμορ  πως «και στο γαμίσι υπάρχει κρίση!»  Στην Μπενάκη στεφάνια έξω από ένα σπίτι προμηνύουν κακά μαντάτα, θλιβερό το ότι ο άνθρωπος που ήταν μόλις 41 ετών αυτοκτόνησε, «σώθηκε, εμείς τι θα κάνουμε με τόσα προβλήματα και χρέη» ψιθύριζαν οι οικείοι του. «Οι άνθρωποι έχουν τρελαθεί που χάνουν τη δουλειά τους, από την ανεργία,  τα χρέη, τα δάνεια κι έχουν αυξημένες τάσεις αυτοκτονίας»,  θυμάμαι τα λόγια που μου είχε πει πριν λίγες μέρες ένας γνωστός μου, ψυχίατρος, καθώς τον τελευταίο καιρό οι περιπτώσεις των ανθρώπων που τον επισκέπτονται έχουν να αντιμετωπίσουν μια γενική αίσθηση αποδιοργάνωσης, χάους και αβεβαιότητας, συναισθήματα μειονεξίας και έλλειψη εμπιστοσύνης στον εαυτό τους, που αγγίζουν τα όρια της τρέλας.  Άνθρωποι κυρίως νέοι, 30-40 χρονών, οι οποίοι ενώ θα έπρεπε να είχαν ορθοποδήσει, να είχαν βάλει τη ζωή τους σε τάξη, να κάνανε όνειρα, οδηγούνται δυστυχώς σε κάποιο δωμάτιο του τρελλοκομείου, προσπαθώντας να ξαναβρούν τη δύναμη να ξαναπιάσουν το νήμα της ζωής. Θα την βρουν άραγε τη δύναμη; Αρκεί να υπάρξει κάποιο ξέφωτο. Κάποια δέσμη φωτός που θα οδηγήσει κι εκείνους μα και όλους μας σε μέρες πιο φωτεινές.
Πολλά συμβαίνουν, πολλά ακούγονται -δηλαδή τα μισά απ' τα συμβάντα-, πολλά αυτά που πρέπει να ταξινομούνται ιεραρχικά στον τσουναμισμένο μας εγκέφαλο, πολλά τα ανθρώπινα, τα απάνθρωπα και τα πικρά. Κι όλα αυτά σε μια σημαδεμένη από θυμούς Αθήνα, γεμάτη πολτό πληροφοριών, συνοδεία ρέκβιεμ της καθημερινότητας και κάνοντας προσπάθειες να πιστέψεις στον ενεστώτα χρόνο, στο τώρα και όχι στο μετά. Ωστόσο ο χρόνος πλέον συγκλίνει προς την Ανάσταση. Τη θρησκευτική Ανάσταση, γιατί η άλλη, η πολύ αναμενόμενη και αδιευκρίνιστη, μοιάζει να μην έρχεται σύντομα. Όλα είναι σε αναμονή - ακόμα λοιπόν και η Ανάσταση είναι λίγο «μνημονιακά σουρεαλιστική» όπως πολύ εύστοχα κάποιος έγραψε.  Επιστρέφω αργά στο σπίτι  μυρίζοντας τη βροχή και τα αρώματα της νεραντζιάς. Οι δυνατές ψιχάλες της βροχής στο τζάμι με κρατούν ξάγρυπνο μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες.
Μη φύγει η νύχτα : Το φως της ημέρας θα φωτίσει τα μικρά και μεγάλα γκρεμίσματα. Ποιος θα τα ξαναχτίσει;

Μπάμπης Καλπάνης
Δημοσιεύτηκε στο Protagon:
http://www.protagon.gr/?i=protagon.el.anagnwstes&id=6378

Τετάρτη 30 Μαρτίου 2011

Γιατί παροδίτης;

Παροδίτης γιατί μου αρέσει να κινούμαι στις πόλεις σαν οδοιπόρος, να περιδιαβαίνω από άκρη σε άκρη όλες τις γωνιές και να παρατηρώ κάθε τί που συναντώ. Παροδίτης γιατί μου αρέσει  να διατηρώ εκείνη την πηγαία κινητοποιητική χαρά να ανακαλύπτω, να φωτογραφίζω και να αποκτώ δεσμούς με τις πόλεις και τους ανθρώπους ώστε να έχω το δικαίωμα να αναπολώ, να διηγούμαι και να γράφω γι’ αυτά. Παροδίτης γιατί ακόμη και στην πόλη μου, την Κομοτηνή, μου αρέσει να ζω ως επισκέπτης
Κάθε βήμα και μια ιστορία, δημόσια ή ιδιωτική, που με βεβαιώνει πως η «πόλη που σαν όχημα μας κουβαλά στο χρόνο» έχει ψυχή όπως κάθε πόλη οφείλει. Τον τρόπο που αυτή η ψυχή λειτουργεί προσπαθώ να κατανοήσω και δεν υπάρχει άλλος δρόμος να αποκτήσω αυτή τη γνώση παρά μόνο μέσα από την καθημερινή και συνεχή παρατήρησή της.
Ζω για τη στιγμή που θα μάθω κάτι παραπάνω από όσα ήδη νομίζω πως γνωρίζω για τον τρόπο με τον οποίο συναρθρώνει πράγματα, δυνάμεις, εικόνες, έννοιες και αξίες που ξεπερνάνε κατά πολύ την αντιληπτική ικανότητα του καθενός από εμάς και μας παραδίδει ένα πεδίο ζωής, ένα δομημένο χώρο με παρελθόν, παρόν και μέλλον για να ακουμπήσουμε την ύπαρξή μας.
Σημείο αναφοράς των πόλεων οι άνθρωποι. Γιατί οι άνθρωποι παραμένουν ικανές, μετρήσιμες και υπολογίσιμες ποσότητες υπαρξιακής ισχύος, που μπορούν να αλλάξουν τις πόλεις αλλάζοντας τον πολιτισμό τους.
Ο άνθρωπος συνομιλεί με την πόλη και της δείχνει τον δρόμο, έναν κάποιο δρόμο. Άλλωστε αν αφαιθείς σε οδηγεί ο δρόμος. Κάπου εκεί περιπλανιέται η ψυχή μιας πόλης, χωρίς προορισμό και μας προκαλεί προκειμένου να βγούμε και να τη συναντήσουμε. Γιατί τελικά στους δρόμους, ακόμη και στα σοκάκια, στις πλατείες, στα καφέ, στα μπαρ, στα βιβλιοπωλεία, παντού όπου ο κόσμος και οι πόλεις συνευρισκόνται και επικοινωνούν.

Δευτέρα 28 Μαρτίου 2011

Παροδίτης

Παροδίτης (ο) ουσ. θηλ. παροδίτις, -ιδος [<αρχ. παροδίτης < πάροδος]  ήτοι αυτός που περνά από κάποιο δρόμο, ο περαστικός, ο διαβάτης, ο οδοιπόρος.