Δευτέρα 28 Μαρτίου 2011

Παροδίτης

Παροδίτης (ο) ουσ. θηλ. παροδίτις, -ιδος [<αρχ. παροδίτης < πάροδος]  ήτοι αυτός που περνά από κάποιο δρόμο, ο περαστικός, ο διαβάτης, ο οδοιπόρος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου