Για
ακόμη ένα βράδυ σε καληνυχτώ. Η ώρα, όπως κάθε φορά, προχωρημένη. Μετά τα
μεσάνυχτα. Κλείνουμε το τηλέφωνο με την παράκληση σου να γράψω κάτι θετικό. «Μη γράψεις πάλι για τα σκληρά μέτρα της κυβέρνησης!
Με πιάνει η καρδιά μου να τα διαβάζω και στα δικά σου κείμενα. Γράψε κάτι
αισιόδοξο!», μού λες και κλείνεις.
Μ
αφήνεις μόνο στις σιωπές της νύχτας. Προσπαθώ να ακούσω τη συμβουλή σου. Το
μυαλό μου είναι κουρκούτι. Δύσκολο να συγκεντρωθώ. Είναι φορές που ο νους
σταματάει και οι λέξεις δεν έχουν ήχο ούτε σημασία.
Βρέχει
έξω. Πάλι! Ανοίγω το παράθυρο να μυρίσω τη βροχή. Ο βασιλικός που στέκει εκεί
απ’ έξω αντέχει ακόμη παρά το κρύο. Αντιστέκεται παρέα με τους βελούδινους κίτρινους καντιφέδες, με ή
χωρίς το «ν» . Όπως εκείνο το παλιό
νανούρισμα της γιαγιάς «Έλα ύπνε και πάρε το/και πάντο στους μπαξέδες/και
γέμισε τις τσέπες του/ρόδα και καντιφέδες». Το ψιθυρίζω για να κοιμηθείς ήσυχη
κι απόψε.
Χειμώνιασε
απότομα στην Κομοτηνή. Κι έβ(γ)αλε κρύο τσουχτερό. Ατμόσφαιρα κεντρικής
Ευρώπης. Σύννεφα μαύρα και πυκνά απλώνονται. Καταχνιά –υγρή κι ασπριδερή σαν σε ταινία
θρίλερ. Φιγούρες μακρουλές και άυλες. Σκέψεις θολές. Καράβια οι μνήμες που μας
ταξιδεύουν.
Θυμός-λύπη,
απάθεια-κατάπληξη, αγωνία-παραίτηση, μανία-κατάθλιψη. Πώς να βρω το κουράγιο να
γράψω κάτι αισιόδοξο τη στιγμή που όλα τα δίπολα περιγράφουν την παρούσα
Ελλάδα; Κυρίως κατάπληξη και παγωνιά, κατάπληκτος μετεωρισμός.
Μέρες
προβλέψιμες και ανέλπιδες. Μπορείς να μού εξηγήσεις από πού ακριβώς θα αρμέξω
ελπίδα;