Σάββατο 23 Απριλίου 2011

Εξοδος

Πάσχα θα πει  Έξοδος. Πέρασμα γι’  αλλού. Ξεκινώ για τη δική μου έξοδο από το κλεινόν άστυ.  Αφήνω την Αθήνα και φεύγω βόρεια. Επιστρέφω. Με το λεωφορείο της γραμμής. Τα λεωφορεία σου ξαναδημιουργούν  τον χάρτη. Σου ανοίγουν δρόμους.  Διαδρομές, λεωφόρους, σκοκάκια, στροφές, ανηφόρες, κατηφόρες. Τα λεωφορεία σου ξαναθυμίζουν τους ανθρώπους. Σου ξαναθυμίζουν τους ανθρώπους σου. Ακούς τα λόγια τους, τις συμβουλές τους, τους προβληματισμούς τους, τους φόβους τους, τις επιθυμίες τους,  την αμηχανία, τη λαχτάρα τους.
Στη διαδρομή ξανά ανακαλύπτω τη φύση : Τα μάτια μου πλημμυρίζουν από εικόνες. Η άνοιξη μας τραγουδά το τραγούδι της. Αρκεί να έχουμε τα αυτιά μας ανοιχτά για να το ακούσουμε. Να ανταποκριθούμε στο κάλεσμά της μ’ όλες μας τις αισθήσεις. Ανθισμένες αμυγαδαλιές και νερατζιές, ανθισμένες πασχαλιές και κίτρινα κυκλάμινα. Και παπαρούνες, ναι - και παπαρούνες.  Απλώνονται παντού ενώ τις κάνουν παρέα τα μυρωδάτα  χαμομήλια.  Πάσχα των λουλουδιών. Πυκνή βλάστηση παντού. Ψηλά βουνά και  καταπράσινα χωράφια. « Όμορφη που είναι η μέρα του ταξιδιού» σκέφτομαι και με κάνει να ξεχάσω για λίγο το άγχος μου και την αγωνία μου για το αύριο. 
Ο ήχος όμως από το χτύπημα του κινητού μου χαλάει την εικόνα και την γλυκιά ηρεμία των στιγμών.  «Που είσαι; Έφτασες;». Πιάσαμε Βορρά. Εδώ πια όλα δείχνουν διαφορετικά. Όσο μετακινείσαι από το κέντρο της Ελλάδας προς τα βόρεια η εικόνα αλλάζει.  Εδώ είναι Βαλκάνια, είναι νευραλγική περιοχή, αυτός ο τόπος ορίζει ιδίως το συμφέρον των τρίτων, των άλλων, των συμμάχων. Ξανά χάνομαι στις σκέψεις μου και πάλι. Με πιάνει και πάλι μελαγχολία. Νιώθω πως τρέχουμε πάνω σ’ έναν ναρκοθετημένο δρόμο, φεύγουμε για το πουθενά, οδηγός μας πλέον μόνον το ένστικτο, προορισμός η επιβίωση.  «Όλα είναι δρόμος», ατέλειωτος δρόμος.  «Θα φτάσουμε ποτέ;» Τρέξιμο, πανικός, οδοιπορικό, κι όταν κοιτάξεις πίσω σου δε βλέπεις κανέναν.
Μετακινείσαι ολοένα προς το μηδέν, που είναι η αρχή των πραγμάτων. Άδικος και χαμένος χρόνος. Γύρω του, ρωγμές. Κι όμως στο τέλος υπάρχει ένα σημείο που ο χρόνος μετράει. Ενώνεται στην αρχή και ξαναβλέπει. Για να ξαναρχίσει. Η ίδια, κατορθωμένη ανάκαμψη.

Ο,τι κι αν σου πουν οι πυξίδες δείχνουν πάντα τον Βορρά.

Μπάμπης Καλπάνης
Δημοσιεύτηκε στο Protagon:

Τρίτη 19 Απριλίου 2011

Στην άκρη της πόλης

Απόγευμα  Κυριακής που μοιάζει περισσότερο με βράδυ εξαιτίας του καιρού. Φυσάει και βρέχει ασταμάτητα. Κρύωσε ο καιρός και θυμίζει φθινόπωρο. «Πάλι;» σκέφτομαι αλλά δεν πτοούμαι καθόλου, αντιθέτως έχω όρεξη για βόλτα. Δεν υπάρχει καλύτερο πράγμα από το να βρέχει αλλά εσύ να ξέρεις ότι είναι άνοιξη!
Είμαι έτοιμος να βρεθώ στης βρεγμένης γης την αγκαλιά. Στους πολύβουους,  σκοτεινούς και λουσμένους στο φως δρόμους της Αθήνας.  «Οι σταγόνες γίνονται αέρας και ο αέρας μπορεί να διαλύσει τα πάντα» μου είχε πει κάποτε μια φίλη και αναρωτιέμαι αν οι σταγόνες της βροχής  είχαν ευεργετικές ιδιότητες θα μπορούσαν να καθαρίσουν την σκόνη από τη γκρίζα και ομιχλώδη καθημερινότητά μας.  Βγαίνω στους δρόμους χωρίς συγκεκριμένο προορισμό - μια βόλτα στο πουθενά.  Άλλωστε και η ζωή μια ευθεία στο πουθενά του δρόμου δεν είναι;
Λεωφόρος  Αλεξάνδρας. Και στα δυο ρεύματα του δρόμου η κίνηση είναι για ακόμη μια φορά πυκνή και μοιάζει με εκείνη των καθημερινών πρωινών ωρών. Ουρές τα αυτοκίνητα. Καθώς κατηφορίζω προς το Πεδίον του Άρεως συναντώ παρέες  που σκάνε από τους παράδρομους. Στο βλέμμα τους ζωγραφισμένη η θλίψη. Οι άνθρωποι «πρόσφυγες» στα όνειρά τους, πασχίζουν να θυμηθούν τι ξέχασαν..Μικρός ο δρόμος και τα όνειρα χωρούν μόνο σε δυο τσέπες γεμάτες αυταπάτες.  Καθώς προχωράω συναντώ μια όμορφη και ευπρεπή κοπέλα να στέκεται ακίνητη σε μια γωνιά. Καθώς πλησιάζω προς το μέρος της, εκείνη με σταματάει, «σου περισσεύει ένα ευρώ να συμπληρώσω τα χρήματα μου για  να πάρω τσιγάρα»;  Δεν έμοιαζε ούτε για ναρκομανής, ούτε για ζητιάνα.  «Είμαι άνεργη» μου λέει. «Κι εγώ!», της απαντάω.  Μου γνέφει με το κεφάλι σα να μου λέει «καταλαβαίνω» και απομακρύνεται.
Φτάνω στην Πατησίων και με μιας στην 28ης Οκτωβρίου, την Πανεπιστημίου, όπου επικρατεί μια νεκρική σιγή,  γαλήνια. Το Πολυτεχνείο στέκει εκεί σιωπηλό σα να συμμετέχει σε διαρκές, μόνιμο –ίσως και «μνημονιακό»-πένθος. Σκέφτομαι την απώλεια και μου έρχονται στο μυαλό τα στάδια του πένθους: Κενό, Φόβος, Θυμός, Ενοχή, Αποπροσανατολισμός, Παράπονο. Αναρωτιέμαι σε ποιο στάδιο βρισκόμαστε σαν χώρα… Κι όμως συλλογίζομαι πως η μεγαλύτερη αισιοδοξία προκύπτει καμιά φορά και από τη βαθύτερη απελπισία. Στροφή για την Ομόνοια, όπου ο βηματισμός από ένα σημείο και μετά αρχίζει να γίνεται πιο έντονος και γρήγορος αυθόρμητα. Όχι, δεν είναι φόβος, μα γρήγορη προσπέραση που προκαλεί λύπη και πόνο. Γύρω-γύρω από την πλατεία παρέες νέων που έχουν επιλέξει τον δικό τους τρόπο διασκέδασης. Μετανάστες παντού. «Πρέζα , Πορνεία , Παραεμπόριο. Τρία  Π αντικατέστησαν το Π του «Πολιτισμού» ακούω μια παρέα να αναφέρει καθώς διαπερνά την πλατεία και κατευθύνεται με γρήγορο βηματισμό προς το μετρό. Συμμερίζομαι το αίσθημα ανασφάλειας που νιώθουν οι άνθρωποι, αλλά πιστεύω ότι το τελευταίο πράγμα που ευθύνεται γι' αυτή την ανασφάλεια είναι η φυλετική καταγωγή των φτωχών, διωκόμενων από την Πολιτεία, εξωθούμενων στην παρανομία, νέων, άνεργων και ανέστιων ανθρώπων που κυκλοφορούν στην παραμελημένη, παρατημένη στην τύχη της, πλημμελώς φωτιζόμενη και ανεπαρκώς αστυνομευόμενη περιοχή.
Κατηφορίζω στην Αγίου Κωνσταντίνου. Εκεί η σκηνή του Εθνικού, λαμπερή, άναψε τα φώτα της και είναι έτοιμη να υποδεχτεί  το κοινό , το οποίο σαν νυχτώνει ξεχνά το βάσανο των δελτίων ειδήσεων και ψάχνει τις φωτεινές πόρτες των θεάτρων.  Συνεχίζω για Μεταξουργείο, όπου δεν κυκλοφορεί ψυχή : Επικρατεί το σκότος. Μόνο στα υπερπολυτελή ξενοδοχεία πέριξ της πλατείας διακρίνω παρέες που διασκεδάζουν γύρω από τραπέζια τρώγοντας «φιλέτο με πορτσίνι και μανιτάρια, φάβα με μαύρη τρούφα και γαρίδες τυλιγμένες με ντρέσινγκ βανίλιας και ροδιού», όπως  ακούω να λέει μια «κοσμική» κυρία, βγαίνοντας μετά το δείπνο και σχολιάζοντας το μενού στο κινητό. Με πιάνει το στομάχι μου. Νιώθω πως ανακατεύομαι και αποφασίζω να ανηφορίσω προς Εξάρχεια.
Στη Σόλωνος γυναίκες που κάνουν πεζοδρόμιο. Σταματάνε αυτοκίνητα μπροστά τους και τις πειράζουν λέγοντάς τες πως οι καιροί είναι δύσκολοι και δεν τους περισσεύουν, αυτές απαντούν με χιούμορ  πως «και στο γαμίσι υπάρχει κρίση!»  Στην Μπενάκη στεφάνια έξω από ένα σπίτι προμηνύουν κακά μαντάτα, θλιβερό το ότι ο άνθρωπος που ήταν μόλις 41 ετών αυτοκτόνησε, «σώθηκε, εμείς τι θα κάνουμε με τόσα προβλήματα και χρέη» ψιθύριζαν οι οικείοι του. «Οι άνθρωποι έχουν τρελαθεί που χάνουν τη δουλειά τους, από την ανεργία,  τα χρέη, τα δάνεια κι έχουν αυξημένες τάσεις αυτοκτονίας»,  θυμάμαι τα λόγια που μου είχε πει πριν λίγες μέρες ένας γνωστός μου, ψυχίατρος, καθώς τον τελευταίο καιρό οι περιπτώσεις των ανθρώπων που τον επισκέπτονται έχουν να αντιμετωπίσουν μια γενική αίσθηση αποδιοργάνωσης, χάους και αβεβαιότητας, συναισθήματα μειονεξίας και έλλειψη εμπιστοσύνης στον εαυτό τους, που αγγίζουν τα όρια της τρέλας.  Άνθρωποι κυρίως νέοι, 30-40 χρονών, οι οποίοι ενώ θα έπρεπε να είχαν ορθοποδήσει, να είχαν βάλει τη ζωή τους σε τάξη, να κάνανε όνειρα, οδηγούνται δυστυχώς σε κάποιο δωμάτιο του τρελλοκομείου, προσπαθώντας να ξαναβρούν τη δύναμη να ξαναπιάσουν το νήμα της ζωής. Θα την βρουν άραγε τη δύναμη; Αρκεί να υπάρξει κάποιο ξέφωτο. Κάποια δέσμη φωτός που θα οδηγήσει κι εκείνους μα και όλους μας σε μέρες πιο φωτεινές.
Πολλά συμβαίνουν, πολλά ακούγονται -δηλαδή τα μισά απ' τα συμβάντα-, πολλά αυτά που πρέπει να ταξινομούνται ιεραρχικά στον τσουναμισμένο μας εγκέφαλο, πολλά τα ανθρώπινα, τα απάνθρωπα και τα πικρά. Κι όλα αυτά σε μια σημαδεμένη από θυμούς Αθήνα, γεμάτη πολτό πληροφοριών, συνοδεία ρέκβιεμ της καθημερινότητας και κάνοντας προσπάθειες να πιστέψεις στον ενεστώτα χρόνο, στο τώρα και όχι στο μετά. Ωστόσο ο χρόνος πλέον συγκλίνει προς την Ανάσταση. Τη θρησκευτική Ανάσταση, γιατί η άλλη, η πολύ αναμενόμενη και αδιευκρίνιστη, μοιάζει να μην έρχεται σύντομα. Όλα είναι σε αναμονή - ακόμα λοιπόν και η Ανάσταση είναι λίγο «μνημονιακά σουρεαλιστική» όπως πολύ εύστοχα κάποιος έγραψε.  Επιστρέφω αργά στο σπίτι  μυρίζοντας τη βροχή και τα αρώματα της νεραντζιάς. Οι δυνατές ψιχάλες της βροχής στο τζάμι με κρατούν ξάγρυπνο μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες.
Μη φύγει η νύχτα : Το φως της ημέρας θα φωτίσει τα μικρά και μεγάλα γκρεμίσματα. Ποιος θα τα ξαναχτίσει;

Μπάμπης Καλπάνης
Δημοσιεύτηκε στο Protagon:
http://www.protagon.gr/?i=protagon.el.anagnwstes&id=6378