Τετάρτη 30 Μαρτίου 2011

Γιατί παροδίτης;

Παροδίτης γιατί μου αρέσει να κινούμαι στις πόλεις σαν οδοιπόρος, να περιδιαβαίνω από άκρη σε άκρη όλες τις γωνιές και να παρατηρώ κάθε τί που συναντώ. Παροδίτης γιατί μου αρέσει  να διατηρώ εκείνη την πηγαία κινητοποιητική χαρά να ανακαλύπτω, να φωτογραφίζω και να αποκτώ δεσμούς με τις πόλεις και τους ανθρώπους ώστε να έχω το δικαίωμα να αναπολώ, να διηγούμαι και να γράφω γι’ αυτά. Παροδίτης γιατί ακόμη και στην πόλη μου, την Κομοτηνή, μου αρέσει να ζω ως επισκέπτης
Κάθε βήμα και μια ιστορία, δημόσια ή ιδιωτική, που με βεβαιώνει πως η «πόλη που σαν όχημα μας κουβαλά στο χρόνο» έχει ψυχή όπως κάθε πόλη οφείλει. Τον τρόπο που αυτή η ψυχή λειτουργεί προσπαθώ να κατανοήσω και δεν υπάρχει άλλος δρόμος να αποκτήσω αυτή τη γνώση παρά μόνο μέσα από την καθημερινή και συνεχή παρατήρησή της.
Ζω για τη στιγμή που θα μάθω κάτι παραπάνω από όσα ήδη νομίζω πως γνωρίζω για τον τρόπο με τον οποίο συναρθρώνει πράγματα, δυνάμεις, εικόνες, έννοιες και αξίες που ξεπερνάνε κατά πολύ την αντιληπτική ικανότητα του καθενός από εμάς και μας παραδίδει ένα πεδίο ζωής, ένα δομημένο χώρο με παρελθόν, παρόν και μέλλον για να ακουμπήσουμε την ύπαρξή μας.
Σημείο αναφοράς των πόλεων οι άνθρωποι. Γιατί οι άνθρωποι παραμένουν ικανές, μετρήσιμες και υπολογίσιμες ποσότητες υπαρξιακής ισχύος, που μπορούν να αλλάξουν τις πόλεις αλλάζοντας τον πολιτισμό τους.
Ο άνθρωπος συνομιλεί με την πόλη και της δείχνει τον δρόμο, έναν κάποιο δρόμο. Άλλωστε αν αφαιθείς σε οδηγεί ο δρόμος. Κάπου εκεί περιπλανιέται η ψυχή μιας πόλης, χωρίς προορισμό και μας προκαλεί προκειμένου να βγούμε και να τη συναντήσουμε. Γιατί τελικά στους δρόμους, ακόμη και στα σοκάκια, στις πλατείες, στα καφέ, στα μπαρ, στα βιβλιοπωλεία, παντού όπου ο κόσμος και οι πόλεις συνευρισκόνται και επικοινωνούν.

Δευτέρα 28 Μαρτίου 2011

Παροδίτης

Παροδίτης (ο) ουσ. θηλ. παροδίτις, -ιδος [<αρχ. παροδίτης < πάροδος]  ήτοι αυτός που περνά από κάποιο δρόμο, ο περαστικός, ο διαβάτης, ο οδοιπόρος.