Σάββατο 23 Νοεμβρίου 2013

ένα κομμάτι νύχτας

Για ακόμη ένα βράδυ σε καληνυχτώ. Η ώρα, όπως κάθε φορά, προχωρημένη. Μετά τα μεσάνυχτα. Κλείνουμε το τηλέφωνο με την παράκληση σου να γράψω κάτι θετικό. «Μη γράψεις πάλι για τα σκληρά μέτρα της κυβέρνησης! Με πιάνει η καρδιά μου να τα διαβάζω και στα δικά σου κείμενα. Γράψε κάτι αισιόδοξο!», μού λες και κλείνεις.
Μ αφήνεις μόνο στις σιωπές της νύχτας. Προσπαθώ να ακούσω τη συμβουλή σου. Το μυαλό μου είναι κουρκούτι. Δύσκολο να συγκεντρωθώ. Είναι φορές που ο νους σταματάει και οι λέξεις δεν έχουν ήχο ούτε σημασία.
Βρέχει έξω. Πάλι! Ανοίγω το παράθυρο να μυρίσω τη βροχή. Ο βασιλικός που στέκει εκεί απ’ έξω αντέχει ακόμη παρά το κρύο. Αντιστέκεται παρέα με τους βελούδινους κίτρινους καντιφέδες, με ή χωρίς το «ν» .  Όπως εκείνο το παλιό νανούρισμα της γιαγιάς «Έλα ύπνε και πάρε το/και πάντο στους μπαξέδες/και γέμισε τις τσέπες του/ρόδα και καντιφέδες». Το ψιθυρίζω για να κοιμηθείς ήσυχη κι απόψε.

Χειμώνιασε απότομα στην Κομοτηνή. Κι έβ(γ)αλε κρύο τσουχτερό. Ατμόσφαιρα κεντρικής Ευρώπης. Σύννεφα μαύρα και πυκνά απλώνονται.  Καταχνιά –υγρή κι ασπριδερή σαν σε ταινία θρίλερ. Φιγούρες μακρουλές και άυλες. Σκέψεις θολές. Καράβια οι μνήμες που μας ταξιδεύουν.
Θυμός-λύπη, απάθεια-κατάπληξη, αγωνία-παραίτηση, μανία-κατάθλιψη. Πώς να βρω το κουράγιο να γράψω κάτι αισιόδοξο τη στιγμή που όλα τα δίπολα περιγράφουν την παρούσα Ελλάδα; Κυρίως κατάπληξη και παγωνιά, κατάπληκτος μετεωρισμός.
Μέρες προβλέψιμες και ανέλπιδες. Μπορείς να μού εξηγήσεις από πού ακριβώς θα αρμέξω ελπίδα;

Προσπαθώ από κάπου να πιαστώ. «Τέρμα λοιπόν η γκρίνια και η μιζέρια», λέω στον εαυτό μου ώστε να διώξει κάθε γκρίζα σκέψη.  Στο νου μου ξάφνου έρχεται η εικόνα από μια κουβέντα που έπιασα περνώντας από τον παιδικό σταθμό της γειτονιάς. «Μου ‘φερε το 3χρονο ένα μικρό μαύρο χαρτί και μου λέει: “κοίτα, ένα κομμάτι νύχτας”.  Δεν είναι όμορφη εικόνα αυτή που σου περιγράφω; Δε γεννά ελπίδα; Τα παιδιά μας φοράν τα γυαλιά συνεχώς και δυστυχώς εμείς τους κλέβουμε τη φαντασία… Τα παιδιά γεννιούνται μικροί ποιητές. Μετά έρχεται η σκοτοδίνη και οι συμβιβασμοί. Κάτι στο δρόμο χαλάει. Τι καλά να είχαν διάρκεια τα όνειρα των μικρών παιδιών..  Σε μια εποχή που νιώθουν αβοήθητα και φοβισμένα ας τους δείξουμε αγάπη και σεβασμό κι εκείνα θα ανταποδώσουν. Να είστε σίγουροι!  Γιατί πώς γίνεται να μη νιώθει περήφανη μια μάνα όταν σπεύδει η μικρή πρωί-πρωί στο προσκέφαλο της να της αναγγείλει την έλευση μιας καινούργιας μέρας, με λόγια τρυφερά « μαμά, σήκω, ξημέρωσε, βλέπω μερικές σταγόνες ημέρας από το παράθυρο»;
Γιατί και η ποίηση είναι «σαν ν’ ανεβαίνεις μια φανταστική σκάλα για να κόψεις ένα ρόδο αληθινό».  Είναι ίσως ο πιο παράδοξος τρόπος για να αγγίξεις την Αλήθεια και την Ομορφιά.

Όλα μοιάζουν να έχουν ειπωθεί. Τα πάντα είναι γνωστά, ακόμη και «το βάρος του βράχου που κουβαλάει η ψυχή τα Σάββατα, όταν το ένα της μάτι κοιτάζει το χτες και το άλλο το αύριο, ενώ μόνο η μύτη σημαδεύει το τώρα». Μαζί με το βάρος, ωστόσο νιώθουμε και την ελαφρότητα του πουλιού, που είναι διαφορετική από ‘κεινη του φτερού, όπως λέει ο ποιητής Βαλερύ. 
Ζούμε ελπίζοντας  και ζούμε αναπολώντας. Η ελπίδα δε σβήνει _ φωλιάζει στη γη, φωλιάζει μέσα μας. "Θύμιση κι επιθυμία"… Θυμάσαι και ζεις, επιθυμείς για να ζήσεις, για να ζεις…
Λέει ο Ελύτης: "Αν δεν στηρίξεις το ένα σου πόδι έξω απ' τη Γη, /ποτέ σου δεν θα μπορέσεις να σταθείς επάνω της" ("Μαρία Νεφέλη").
Ο έρωτας της ζωής κι η ελπίδα μάς τρέφουν σε κάθε εποχή. Αλλιώς δε θα υπήρχαμε ακόμη• θα είχαμε εξαφανιστεί εμείς και ο κόσμος. Έτσι πορευόμαστε βρίσκοντας καταφύγιο στα όνειρα των ποιητών…

Γιατί Ζωή ζώσα δεν είναι μόνο ότι κινείται κι αναπνέει έξω μας αλλά πολύ περισσότερο εκείνο που στέκει και σιωπά μέσα μας. Δεν είναι οι στιγμές που ζούμε αλλά και οι αναμνήσεις που αναμασιούνται.  Είναι τα λόγια που δεν τολμήσαμε να εκστομίσουμε, φευγαλέα βλέμματα και στιγμιαίες συναντήσεις με ανθρώπους που δε θα ξαναδούμε, είναι η νοσταλγία για όσα θέλαμε και δεν μπορέσαμε, η λήθη για όσα μπορέσαμε και δε θέλαμε.
Τελευταίες μέρες του Νοέμβρη και παίρνουμε πια σιγά σιγά το δρόμο για τα Χριστούγεννα. Ο νέος χρόνος είναι κοντά, δυο δρασκελιές απόσταση. Το φθινόπωρο φεύγει από το παράθυρο, περνά ο καιρός,  αλλάζουμε και προχωράμε. Αρκεί να είναι οι αλλαγές μόνο στην όψη. Αλλιώς μακραίνει ο Χειμώνας και το κρύο σφίγγει σα θηλιά.

Πριν προλάβουν μας πνίξουν οι βροχές του Νοέμβρη και κρυώσει ο καιρός, προλάβαμε και μαζέψαμε τις ελιές. Στην ελιά πρέπει να φέρεσαι ευγενικά. Το θέλει το χάδι της όπως θέλει και το νεράκι της. Η ελιά με λίγα μπορεί να μας δώσει τόσα πολλά και όσο περισσότερο της δίνουμε τόσο πιο πολύ θα μας ανταμείβει. Φέτος βέβαια δεν ήταν καλή χρονιά γιατί τις χτύπησε το χαλάζι ωστόσο εξασφαλίσαμε για άλλη μια χρονιά το «επιούσιο» λάδι μας. Το κυδώνι γλυκό έγινε ανάρπαστο και φέτος ενώ τα λικέρ από ρόδια οσονούπω θα είναι έτοιμα για να ζεστάνουν τις κρύες νύχτες του χειμώνα.

Κι ύστερα πάλι στους λασπωμένους δρόμους μονάχος... Μούχλα, υγρασία, κουλούρια στη γωνία. Η πόλη καλυμμένη από ένα μυστηριακό μανδύα μαγικής πάχνης που ξετυλίγει μέσα του ηλιοβασιλέματα στα μικρά στενά και θείες μυρωδιές που πηγάζουν από κάθε λογής μικρό και ανήλιαγο μέρος. Ο αέρας κατεβάζει μυρωδιές ζαχαροπλαστικές, πιο πέρα αχνίζει το καυτό σαλέπι.
Η βραδιά πλησιάζει στο τέλος. Ο μακρινός αχός του δρόμου έχει δυναμώσει πάλι. Η πόλη ξυπνά. Ώρα για ύπνο.
υ.γ. Τώρα που θα διαβάζεις αυτές τις γραμμές ελπίζω το πρόσωπο σου να λάμπει από ευτυχία. Αν μου γελάσεις, θα σε δω…


Μπάμπης Καλπάνης
Δημοσιεύτηκε στην Κ:

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου