Πέμπτη 27 Οκτωβρίου 2011

Γιώργος Μιχαλακόπουλος: "Το θέατρο δεν συμπορεύεται με την αλήθεια"


Η "Λυσιστράτη" του Αριστοφάνη ανέβηκε στο Αρχαίο Θέατρο Θάσου, στα πλαίσια του 45ου Φεστιβάλ Φιλίππων- Θάσου. Εκεί είχαμε την ευκαιρία να συνομιλήσουμε με τον Γιώργο Μιχαλακόπουλο, άνθρωπο καταξιωμένο στο χώρο του θεάτρου, τον οποίο υπηρετεί εδώ και 42 χρόνια και αυτό που τον χαρακτηρίζει είναι το ήθος, η ποιότητα και ο επαγγελματισμός. Είχε την ευτυχία να δουλέψει με σκηνοθέτες όπως ο Κουν, ο Βολανάκης, ο Μπάκας, ο Βουτσινάς. Στα μονοπάτια τουΑριστοφάνητον οδήγησε πριν 41 χρόνια, ο δάσκαλός του Κάρολος Κουν με τους θρυλικούς «Όρνιθες». Ήταν αυτός που τον μύησε στο σουρεαλισμό του Αριστοφάνη και το παιχνίδι του σαρκασμού του. Γνωστό του «χωράφι», ο Αριστοφάνης, ολόδικό του, μια και έχει παίξει στις δέκα από τις ένδεκα κωμωδίες του και του απομένουν οι «Σφήκες». Θεωρεί ότι η «Λυσιστράτη», που σκηνοθετεί και πρωταγωνιστεί ταυτόχρονα στο ρόλο του «Κινησία», είναι το φωτεινότερο αντιπολεμικό έργο στην παγκόσμια δραματουργία


ΠτΘ: κ. Μιχαλακόπουλε, όλες οι δουλειές σας χαρακτηρίζονται από την ποιότητα. Ήταν θέμα τύχης ή δικής σας επιλογής; 
Γ. Μ.: Δεν πιστεύω τόσο στην τύχη. Πιστεύω στις σχέσεις ζωής, στις επιλογές, σε αυτό που έχεις βάλει στο μυαλό σου να υπηρετήσεις. Το ποιος είσαι δείχνει και τι ακριβώς ζητάς στη δουλειά σου. Στα σαράντα θεατρικά μου χρόνια νομίζω ότι είμαι συνεπής σε αυτό που πιστεύω, και αυτό που πιστεύω είναι, ότι θεωρώ τον θεατή εξυπνότερο από μένα. Είμαι προσεκτικός στις επιλογές και στον τρόπο που παίζω στη σκηνή. Όπως έλεγε και ο δάσκαλος μου, ο Κάρολος Κουν, «Παίζω γι’ αυτόν τον ένα που είναι στην πλατεία και τυχαίνει να ξέρει». Αυτός είναι και το μέτρο μου. 

ΠτΘ: Είναι αλήθεια ότι μέσα στους ρόλους σας υπερβαίνετε αυτόν καθ’ αυτόν τον ρόλο; 
Γ.Μ.: Είναι φυσικό, γιατί ο ηθοποιός δεν είναι απλώς «εκτελεστής», αλλά αντίθετα είναι δημιουργός. Δεν περιορίζεται στα όρια του εκτελεστή. Παίζει ρόλο η προσωπική ματιά του υποκριτή και του σκηνοθέτη. Δεν μπορείς να πας ερήμην του έργου, αλλά η προσωπική ματιά, φορτίο που φέρνει ο κάθε δημιουργός μέσα από τις προσωπικές του εμπειρίες, δημιουργεί το τελικό αποτέλεσμα στη σκηνή. 

ΠτΘ: Πέρα όμως από το ιδεολογικό υπόβαθρο, πρέπει να υπάρχει και μια αισθητική άποψη γύρω από μια παράσταση. Κατά καιρούς έχει παρεξηγηθεί από ορισμένους συναδέλφους σας στο θέατρο ο ρόλος του θεάτρου που εσείς υποστηρίζετε, με αποτέλεσμα να υπάρχει μια προχειρότητα στο αισθητικό μέρος και ουσιαστικά, πέρα από μια υπογράμμιση της ζωής, να μην παράγεται αυτό που λέμε «τέχνη». 
Γ.Μ.: Αυτό είναι ένα θέμα αξιοσύνης, προσωπικής στάσης των δημιουργών, πώς αντιλαμβάνονται τη δουλειά που κάνουν και κατά πόσο σέβονται τον εαυτό τους. Από εκεί και πέρα ο καθένας φέρει τον σταυρό του. 


ΠτΘ: Πώς εξηγείται όμως το γεγονός ότι ενώ ο τόπος μας έχει ένα σημαντικό πολιτιστικό υπόβαθρο, η αισθητική πολιτών και πολιτικών χρειάζεται πολύ καλλιέργεια ακόμη για να θεωρηθεί ικανοποιητική; Τελικά υπάρχει διέξοδος; 
Γ.Μ.: Νομίζω ότι πάντα τέτοιοι δρόμοι ανοίγονται από τους λίγους κι όχι από τους πολλούς στην ιστορία της ανθρωπότητας, το ίδιο πιστεύω και στο θέατρο, υπάρχουν άνθρωποι που πραγματικά νοιάζονται για το σύνολο και το υπηρετούν και έχουμε αποτέλεσμα. Εγώ αισιοδοξώ σ’ αυτό, γιατί και το "υλικό" που βλέπω στις δραματικές σχολές και στα πανεπιστήμια δείχνει ότι είναι αισιόδοξα τα πράγματα. Από κει και πέρα θα εξαρτηθεί από τη στάση του καθενός, αν τα παιδιά αυτά που ασχολούνται με το θέατρο, θα αντέξουν στην πορεία τους. 

ΠτΘ: Ο ρόλος των καλλιτεχνών είναι ένας ρόλος «αντίστασης» δηλαδή; 
Γ.Μ.: Το θέατρο δεν συμπορεύεται με την αλήθεια, είναι τέχνη θνησιγενής. Ανάβουν τα φώτα και ζει, σβήνουν τα φώτα και πεθαίνει. Αυτό είναι και το ενδιαφέρον του θεάτρου. Είναι σαν μια πεταλούδα διάρκειας δυο ωρών, ό,τι σημαδέψεις, σημάδεψες. Συνήθως, εγώ μπορώ και να σημαδέψω την ιδανικότερη στιγμή μέσα από την πρόβα και μπορεί να είναι ανεπανάληπτη αυτή η στιγμή, να μην φτάσει ποτέ στην παράσταση. Αυτή είναι και η ομορφιά της δουλειάς μας, αυτό το κυνήγι. 

ΠτΘ: Τα τελευταία καλοκαίρια, υπάρχει η διάθεση πολλών θιάσων που περιοδεύουν ανεβάζοντας Αριστοφάνη. Δεν θέλω να πω ότι είστε κατεξοχήν «αριστοφανικός» ηθοποιός, γιατί είναι βαρύς όρος και πιθανώς να μη θέλετε να τον ακούσετε... 
Γ.Μ.: Είμαι ένας ηθοποιός που υπηρέτησα και τον Αριστοφάνη. Είναι γνωστό ότι έχω παίξει στο σύνολο των κωμωδιών του Αριστοφάνη, αυτό όμως δε σημαίνει ότι κανείς μονοπωλεί, ότι είναι ο «Αριστοφανικός» ηθοποιός και δεν υπάρχει άλλος από αυτόν. Αυτό είναι μια συνολική επίδοση των ατόμων που ασχολούνται με αυτή τη δουλειά. Εγώ πιστεύω ότι μετά από εμάς θα έρθουν και καλύτεροι. 

ΠτΘ: Τον Αριστοφάνη λοιπόν, τον γνωρίζετε καθώς έχετε παίξει στις δέκα από τις ένδεκα κωμωδίες του... 
Γ.Μ.: Είναι δύσκολος ποιητής, αλλά τον γνωρίζω καλά. Απομένει να παίξω ακόμη ένα έργο από το σύνολο των κωμωδιών του, τις «Σφήκες». Μου είναι οικείοι οι βηματισμοί του και οι αιφνιδιασμοί του. Ξεκίνησα με τις «Όρνιθες» του Αριστοφάνη με τον δάσκαλό μου, τον Κάρολο Κουν, ο οποίος με μύησε στον σουρεαλισμό του Αριστοφάνη. 

ΠτΘ: Η εμμονή των ηθοποιών κυρίως, στο έργο του Αριστοφάνη, έχει διώξει, και όχι άδικα τολμώ να πω, αρκετούς από το θέατρο. Ο κόσμος σκέφτεται και λέει: «Άλλος ένας Αριστοφάνης και άλλη μια σκηνοθεσία από τα ίδια». 
Γ.Μ.: Αν είναι όντως «από τα ίδια» καλώς το σκέπτεται, αν όμως του δίνει κάτι παραπάνω, αν τον φέρνει σε επαφή με τον ποιητή, αν και ο θεατής παρακολουθεί τον αριστοφανικό μύθο και φεύγει ευφρόσυνα από μια παράσταση, κρατώντας στα προσωπικά του σακίδια κάποια εφόδια, τότε για μένα είναι επιτυχείς οι παρουσίες του Αριστοφάνη. Από κει και πέρα, οι παραστάσεις δεν είναι και τόσο πυκνές, όλοι προσπαθούν μέσα από προσωπικό μόχθο, εμπειρίες και ευαισθησίες να υπηρετήσουν τον Αριστοφάνη και άλλος το πετυχαίνει περισσότερο, άλλος λιγότερο. 

ΠτΘ: Η αλήθεια του, πρέπει να συνδυάζεται και με τη ζωή του ηθοποιού; 
Γ.Μ.: Ναι, σίγουρα. Ο ηθοποιός παίζει τον πραγματικό του εαυτό κι όχι τον κοσμικό εαυτό που πηγαίνει στις εφορείες ή στα σαλόνια και λέει « καλημέρα σαςΑυτός ο εαυτός είναι και επώδυνος, και δύσκολος στο να εκφραστεί, να τον αποδεσμεύσεις και να είναι και διαθέσιμος στη λειτουργία της τέχνης. Αυτή η πραγματική σου αλήθεια είναι που αρδεύει τους ρόλους, δεν φορτώνει και δεν πλουτίζει τίποτε άλλο, παρά μόνο αυτή. Όποιος παίζει πέρα από τον «πραγματικό» εαυτό του- και όχι αυτόν που περιφέρει στους δρόμους- καταντάει να είναι πόζα. 

ΠτΘ: Γνωρίζουμε πάντως ότι για να «μπει» κανείς στο θέατρο του Αριστοφάνη, πρέπει να έχει καλή παιδεία, να καταβάλλει μεγάλη προσπάθεια και να διακρίνεται ταυτόχρονα από ταπεινότητα. Άρα, δικαιολογημένα πιστεύω είπα ότι η γενική εικόνα των αριστοφανικών παραστάσεων τα τελευταία χρόνια δεν είναι και όσο καλή. Δεν μπορούν να καταλάβουν πόσο σημαντικό είναι να υπηρετείται το θέατρο από αυτόν που λέμε «λαϊκό» ηθοποιό κι όχι «λαϊκίζοντα» 
Γ.Μ .: Και πρέπει ο ηθοποιός να είναι και καλός αθλητής. Απαιτείται φωνή και αντοχή, γιατί αυτά τα έργα του αρχαίου δράματος είναι κατεξοχήν έργα που δικαιώνουν την άποψη ότι ο ηθοποιός δεν είναι μόνο πιανίστας αλλά είναι και πιάνο. Εξαρτάται λοιπόν, κυρίως από τους χειριστές του. 

ΠτΘ: Υπάρχουν δηλαδή σήμερα έστω και μερικοί «λαϊκοί» ηθοποιοί; 
Γ.Μ.: Θέλω να πιστεύω ότι υπάρχουν και θα υπάρχουν, δεν σταματάει αυτή η ιστορία. Όταν ένας καλλιτέχνης μπορεί να φθάσει το επίπεδο ενός λαού, τότε ο καλλιτέχνης αυτός μπορεί να θεωρηθεί σημαντικός και πετυχημένος. 

ΠτΘ: Τι θα έγραφε κατά τη γνώμη σας σήμερα ο Αριστοφάνης; 
Γ.Μ.: Αυτά που μας πονάνε και μας απασχολούν, αυτά σίγουρα θα έγραφε και θα’ πιάνε τα πράγματα όχι ευκαιριακά ούτε επικαιρικά, αλλά θα πιάνε αλήθειες, οι οποίες θα μπορούσαν ν’ αντέξουν άλλα τρεις χιλιάδες χρόνια. 

ΠτΘ: Δεν θα ήταν πιο έντονος και πιο καυστικός σήμερα ; 
Γ.Μ.: Δε νομίζω ότι του έλειπε η καυστικότητα και η ένταση εκείνους τους καιρούς. Αντίθετα τα είχε, γιατί ήταν ιδιαίτερα επιθετικός, καυστικός και ανήσυχος ο Αριστοφάνης στην εποχή του. Και σήμερα αν ζούσε τα θέματά του δεν θα ήταν θέματα εφημερίδας ή τηλεόρασης. Θα ήταν θέματα που θα χτύπαγαν την ουσιαστική αλήθεια. Τα θέματά του δεν είναι θέματα μιας επιθεώρησης που ξεπερνιούνται, αλλά που υπάρχουν και ταλανίζουν. Γι’ αυτό άλλωστε υπάρχει κι ο Αριστοφάνης, γιατί έχει αυτό το μέγεθος του μεγάλου ποιητή. 

ΠτΘ: Υπάρχει ο κίνδυνος ο Αριστοφάνης να παιχτεί όπως η επιθεώρηση; 
Γ.Μ.: Πολλές φορές τον έχουν αντιμετωπίσει έτσι, αλλά υπάρχουν σημαντικές διαφορές. Η αρχαία κωμωδία έχει μύθο, δεν είναι επικαιρική και ασχολείται με την ουσία των προβλημάτων. Είναι γραμμένη από ποιητή, τα ποιητικά μέρη του Αριστοφάνη είναι αριστουργήματα. Το γεγονός ότι ο Αριστοφάνηςβρίσκεται τρεις χιλιάδες χρόνια στην επικαιρότητα πάει να πει ότι θίγει την ουσία του προβλήματος. 

ΠτΘ: «Ο αληθινός συγγραφέας είναι και τραγωδοποιός και κωμωδοποιός», είπε ο Πλάτωναςπολύ πριν από τον Σαίξπηρ. Ισχύει κάτι ανάλογο και για τον αληθινό ηθοποιό; 
Γ.Μ.: Πιστεύω και τα δυο. Τα όρια του κωμικού και του τραγικού είναι πάρα πολύ κοντά. Το γκρίζο από το φωτεινό στη ζωή δεν απέχουν, πάνε μαζί. Το ένα μπερδεύεται με το άλλο και οι γκρίζες περιοχές, μεταξύ των δυο χρωμάτων είναι διακριτές σε τέτοιο βαθμό που θα μπορούσα να πω πως είναι κι αδιάκριτες. 

ΠτΘ: Γιατί επιλέξατε τη «Λυσιστράτη» για φέτος το καλοκαίρι; 
Γ.Μ.: Η «Λυσιστράτη» που σκηνοθετώ είναι το φωτεινότερο αντιπολεμικό έργο στην παγκόσμια δραματουργία. Στόχος της παράστασης είναι να βγάλει όλη αυτή την ομορφιά, τη φωτεινότητα του έργου, οδηγώντας τους ίδιους τους συντελεστές, είτε είναι σκηνογράφοι, είτε ηθοποιοί, είτε ο ίδιος ο σκηνοθέτης, σε περιοχές που έχουν μέτρο και παιδική αφέλεια, ένα παιχνίδι που τα παιδιά ξέρουν να το παίζουν πολύ σοβαρά. Ακριβώς αυτή είναι η εικόνα της παράστασης, μεταφέροντας βέβαια και ένα άρωμα των τελευταίων 50 χρόνων. Πιστεύουμε ότι το πετυχαίνουμε με τον εικαστικό τρόπο, τον χορογραφικό και τον μουσικό. 

ΠτΘ: Ποιος είναι ο άξονας πάνω στον οποίο κινήθηκε η παράσταση
Γ.Μ.: Αυτό που ενδιαφέρει όλους μας είναι η αλήθεια του έργου, το ότι οι γυναίκες αποφασίζουν να απεργήσουν ερωτικά, γιατί νομίζουν ότι μόνο έτσι θα μπορέσουν να επαναφέρουν την ειρήνη στρατευμένες στην ιδέα της , αλλά και πάσχουσες αφού κι εκείνες στερούνται την ερωτική πράξη.Είναι ένα θηλυκό έργο, φωτίζει τα δώρα της ειρήνης κι όχι τις γκρίζες περιοχές του πολέμου. Ίσως το πιο φωτεινό αντιπολεμικό έργο στην παγκόσμια δραματουργία. Η «Λυσιστράτη» δεν είναι μια λαϊκή γυναίκα που αποφασίζει εξ ενστίκτου. Είναι μια αστή με απόλυτη γνώση. Παίρνει την απόφαση της αποχής και ξέρει πόσο επώδυνο είναι για όλες τις γυναίκες. Βλέπουμε και συμπεριφορές που δεν αντέχουν με αποτέλεσμα τη ...διάσπαση του στρατοπέδου. Είναι ένα ερωτικό έργο και στον έρωτα στηρίζεται η παράσταση. Το εύρημα του Αριστοφάνη είναι μοναδικό ιστορικά, είναι άκρως γοητευτικό. 

ΠτΘ: Μιλάμε λοιπόν για μια σύγχρονη ή για μια μοντέρνα ματιά πάνω σε ένα κλασικό θέμα; 
Γ.Μ.: Τα σύγχρονα στοιχεία που υπάρχουν δεν συναντώνται στο λόγο, αλλά στους ήχους, στη μουσική, στα κουστούμια. Περνάει σαν άρωμα ο απόηχος των τελευταίων 50 χρόνων του αιώνα μας, πόλεμοι, ο Μάης του’68, οι χίπηδες κ.α. μπορεί να ακούγονται ήχοι από πολυβολισμούς ή ένα πολεμικό αεροπλάνο. Μουσική από σουίνγκ, ρούμπα έως λυρικά κομμάτια που δένουν μ’ ένα σύνολο, που λειτουργεί με τις μνήμες του θεατή. 

ΠτΘ: Αντέχει στις μέρες μας η «Λυσιστράτη»
Γ.Μ.: Όσο υπάρχουν άνθρωποι η «Λυσιστράτη» θα είναι επίκαιρη, όχι τόσο γιατί θα υπάρχουν πόλεμοι, όσο γιατί δεν θα σταματήσει η αέναη αντιπαλότητα των δυο φίλων. Ο Αριστοφάνης είναι πάντα δημοφιλής. Πιστεύω πως ναι. Αντέχει στις μέρες μας και αυτό το στηρίζω και στη μεγάλη ανταπόκριση του κοινού. 

ΠτΘ: Μπορείτε να φανταστείτε μια ... Ολυμπιάδα γυναικών που θα κηρύξει για ένα μήνα ερωτική αποχή με στόχο την κατάπαυση του πολέμου; Είναι εφικτό; 
Γ.Μ.: Δεν ξέρω αν στην εποχή μας το χρηματιστήριο και οι έντονοι ανταγωνισμοί ανάμεσα στα δυο φύλα μας έχουν αφήσει το λίγο μυαλό να είμαστε λίγο πιο ερωτικοί. 

ΠτΘ: Η ερωτική αποχή είναι εξίσου οδυνηρή για τον άνδρα και για την γυναίκα; Ή κάποιος από τους δυο είναι πιο ανθεκτικός; 
Γ.Μ.: Στην παράσταση που παίζεται με ίσα μερίδια, ναι. Αλλιώς δεν θα είχε ενδιαφέρον και δεν θα υπήρχε και η ουσιαστική σύγκριση μέσα στο έργο. 
Με τούτο το εύρημα ο Αριστοφάνης δείχνει τις αδυναμίες των ανδρών χτυπώντας τους αλύπητα. Και τους δυο όμως τους νοιάζει, είναι μέσα στην ίδια την ουσία της ζωής, γι’ αυτό είναι και σπουδαίος ο έρωτας. 

ΠτΘ: Σκηνοθετείτε Αριστοφάνη, ερμηνεύοντας ταυτόχρονα και το ρόλο του Κινησία... 
Γ.Μ.: Ο Κινησίας είναι ένας ταλαίπωρος σύζυγος. Του στερούν αυτό το μέγα αγαθό του έρωτα και μάλιστα έχουν σχεδιάσει πώς θα τον εξοντώσουν, αφού πρώτα τον έχουν «ανεβάσει» ερωτικά, δεν τον αφήνουν να ολοκληρώσει και τον φέρνουν στα όρια της παράκρουσης. Είναι καταπληκτική σκηνή, ίσως η ωραιότερη αριστοφανική σκηνή, η πιο καλά δομημένη σκηνή του Αριστοφάνη. Είχα όμως μια σπουδαία βοηθό, την κόρη μου, την Ιωάννα Μιχαλακοπούλου, με την οποία τον χειμώνα είχαμε συνσσκηνοθετήσει τον «Επιστάτη» του Πίντερ και μαζί φέτος θα συσσκηνοθετήσουμε τον «Εμποράκο» του Μίλερ

ΠτΘ: Παράλληλα με τη δική σας «Λυσιστράτη» περιοδεύει και η «Λυσιστράτη» του ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας... 
Γ.Μ.: Το βρίσκω πολύ ενδιαφέρον να παίζονται δυο διαφορετικές «Λυσιστράτες», από ταλαντούχους ηθοποιούς, δυο ελκυστικές προτάσεις για τον θεατή. Δεν υπάρχει καμιά αντιπαλότητα. Εκείνο που υπάρχει είναι η αγωνία να βγάλουμε ένα καλό αποτέλεσμα. Στην μέχρι τώρα πορεία μου, έχω δει πολλές τέτοιες περιπτώσεις. Πέρυσι τον χειμώνα ήμασταν πέντε Πίντερ στην Αθήνα, ενώ φέτος τον χειμώνα θα παίζονται εφτά Τσέχωφ, με το «Γλάρο» να παίζεται δύο φορές. Στο κλασικό ρεπερτόριο πολλές φορές έχουμε ταυτόχρονα δυο προτάσεις. 

ΠτΘ: Η τελευταία φορά που σας είδαμε στην πόλη μας, ήταν πριν τρία χρόνια, το καλοκαίρι του’ 99 με τις «Θεσμοφοριάζουσες» του Αριστοφάνη. Γιατί η «Λυσιστράτη» σας δεν ήρθε και στην Κομοτηνή μιας και πέρασε από πολλές πόλεις της Βόρειας Ελλάδας, όπως η Αλεξανδρούπολη; 
Γ.Μ.: Όπως ξέρετε η Κομοτηνή είναι μια δύσκολη «πιάτσα» και ο θίασος είναι πολύ μεγάλος, γύρω στα 50 άτομα, δεν είναι ένα μικρό συγκρότημα. Η «σκάλα» είναι δύσκολη στην Κομοτηνή για τους θιάσους. Αυτό θα το βλέπετε άλλωστε, υπάρχει πρόβλημα, από τα μεγάλα σχήματα. Για να σταθούν τέτοιες παραστάσεις στην περιοχή σας χρειάζεται ενίσχυση από το χώρο της Τοπικής Αυτοδιοίκησης ή από το Υπουργείο Πολιτισμού. Και βεβαίως, το μόνο, που είναι αδικαιολόγητο να μην περνάει από εκεί, είναι το Εθνικό Θέατρο. Ένας ελεύθερος θίασος παίζει με άλλους όρους. Πρέπει να γίνει ουσιαστικό αίτημα και αυτά που όντως αξίζουν να ενισχύονται. Δεν μπορεί δηλαδή ένα θέατρο με 50 ανθρώπους, να έρχεται εκτός έδρας και να υλοποιήσει το ρόλο που έχει και το κράτος να αδιαφορεί. Το κράτος είναι αυτό που θα πρέπει να αποκεντρώνει τον πολιτισμό, εν αντιθέσει με τον ελεύθερο θίασο, που ρισκάρει κι άλλα πράγματα, όπως το σπίτι του, και την ίδια την επιχείρησή του. Πρέπει λοιπόν, να βάλουν και αυτοί πλάτη, να μην έρχεται από μια μεριά η πλάτη. Περνώντας πάντως από την Κομοτηνή, είδα ένα κοινό ζωντανό και χάρηκα απ’ την παράσταση που έκανα. 

ΠτΘ: Ευχή μας λοιπόν, είναι να βάλουν στο μέλλον όλοι «πλάτη» κ. Μιχαλακόπουλε, σας ευχαριστώ πολύ. 
Γ.Μ.: Μακάρι να βάλουν... Κι εγώ σας ευχαριστώ. 

Καλπάνης Μπάμπης 
Δημοσιεύτηκε στον "Παρατηρητή της Θράκης" στις 20-08-2002

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου