Πέμπτη 5 Ιανουαρίου 2012

Συνέντευξη με τη Λυδία Κονιόρδου

«Η Αντιγόνη εκφράζει την ανάγκη επαγρύπνησης για αγαθά που δεν χαρίζονται και για τα οποία έχει χυθεί πολύ αίμα»


Ηθοποιός με θητεία στο αρχαίο δράμα για περίπου 27 χρόνια, μία από τις λίγες πιστές σε αυτό το θεατρικό είδος, ηθοποιός της γενιάς της η Λυδία Κονιόρδου. Είχαμε την ευκαιρία και την τύχη να συνομιλήσουμε μαζί της το απόγευμα της Δευτέρας, πριν τον τραυματισμό της και την ματαίωση της υπέροχης παράστασης του Εθνικού Θεάτρου, της όγδοης κατά σειρά «Αντιγόνης» του Εθνικού, από τα μέσα σχεδόν του προηγούμενου αιώνα ώς τις μέρες μας.
Λυδία Κονιόρδου όμως...

ΠτΘ: κ. Κονιόρδου έχετε συνδέσει το όνομά σας με την «άνοιξη» των παραστάσεων τραγωδίας και είστε από τις λίγες πιστές και αφοσιωμένες σε αυτό το απαιτητικό θεατρικό είδος ηθοποιούς της γενιάς σας. Δύο από τους «μεγάλους» ρόλους που είχατε, ήταν αυτοί της «Ηλέκτρας» και της «Ιφιγένειας εν Ταύροις». Πώς βλέπετε τώρα τον εαυτό σας στην επαφή σας με μία άλλη μεγάλη τραγική ηρωίδα, την όγδοη κατά σειρά «Αντιγόνη» του Εθνικού Θεάτρου; 
Λ.Κ.: Όλα τα πρόσωπα του αρχαίου δράματος είναι πλευρές και πρίσματα ενός και μόνο προσώπου του ανθρώπου, είτε είναι αντρικοί ρόλοι, αντρικά πρόσωπα είτε είναι γυναικεία πρόσωπα. Είναι όψεις της «φύσης» του ανθρώπου και της σχέσης του με το σύμπαν. Έτσι, δουλεύοντας έναν ρόλο αρχίζεις ταυτόχρονα και υποψιάζεσαι κι άλλα πρόσωπα, τα οποία δεν βγαίνουν εμφανώς στο πρόσωπο που υποδύεσαι εκείνη τη στιγμή, αλλά που αρχίζουν και διαφαίνονται στο βάθος.

Η «Αντιγόνη» ήταν το πρόσωπο, που είχα κάπως συναντήσει παλιότερα σαν νέα, πρωτοεμφανιζόμενη ηθοποιός δίπλα στον Αλέξη Μινωτή, αλλά στο έργο του Ευριπίδη, στις «Φοίνισσες». Βεβαίως, ήμουν πολύ νέα και άπειρη για να καταλάβω ακόμα και το παραμικρό. Χρειάστηκε να περάσουν πάρα πολλά χρόνια, σχεδόν 25, για να δω αυτό το πρόσωπο με μία ουσιαστικότερη ματιά. Δεν αισθανόμουν έτοιμη όλα αυτά τα χρόνια για την Αντιγόνη, δεν την καταλάβαινα αρκετά. Τώρα αισθάνθηκα πιο έτοιμη και για αυτό ανταποκρίθηκα στο κάλεσμα του Εθνικού Θεάτρου για αυτό το έργο.

ΠτΘ: Ποιες ήταν οι σημαντικότερες δυσκολίες που συναντήσατε στην πορεία της γνωριμίας σας με την «Αντιγόνη»; 
Λ.Κ.: Η βασική δυσκολία είναι η εξής: το γεγονός ότι είναι ίσως το πιο γνώριμο πρόσωπο της τραγωδίας σε όλους μας. Όλοι νομίζουμε, δηλαδή, ότι ξέρουμε ποια είναι η Αντιγόνη, την γνωρίζουμε στο σχολείο, την διδασκόμαστε με διάφορους τρόπους και είναι ένα από τα πιο πολυπαιγμένα έργα. Ωστόσο, είναι ένα πρόσωπο που στην πραγματικότητα είναι πολύ αινιγματικό κι ενώ είναι «νέο» στην ηλικία, έχει μια σοφία και μια γνώση που δεν ανήκει στην ηλικία της.
Ενώ είναι ενάρετη και ακολουθεί κάποιες αξίες αθάνατες και κάποιους νόμους άγραφους, ταυτόχρονα είναι προκλητική και αλαζών, είναι υπερήφανη και μοιάζει με τον πατέρα της, τον Οιδίποδα. Αυτό που θέλω να πω είναι πως πρόκειται για ένα πρόσωπο με πολλά αντιθετικά στοιχεία, που δεν σου επιτρέπει να νιώσεις - όταν ασχοληθείς πραγματικά με αυτό - ότι μπορείς εύκολα να το αντιμετωπίσεις. Επιπλέον, είναι ένα πρόσωπο που εμφανίζεται σε τρεις σκηνές του έργου, είναι ίσως το «μεγαλύτερο» σε διάρκεια πρόσωπο του έργου, έτσι πρέπει μέσα σε αυτές τις τρεις σκηνές να διαμορφώσεις έναν πλήρη χαρακτήρα και να δέσεις όλη τη διαδρομή του προσώπου αυτού. Θέλει μια οικονομία δηλαδή παρά πολύ μεγάλη και μία «μαστοριά» και εμπειρία ηθοποιού αντιστρόφως ανάλογη με την ηλικία του προσώπου.

ΠτΘ: Ποια ήταν λοιπόν, τα αινίγματα του ρόλου; 
Λ.Κ.: Αυτό ακριβώς, το ότι εμπεριέχει πολύ έντονα αντιθετικά στοιχεία. Την αρετή μαζί με την αλαζονεία, την νεανικότητα μαζί με την γνώση και τη σωφροσύνη, το στοιχείο του ανθρώπου που έχει δει πάρα πολλά πάθη γύρω του, που όμως δεν παύει το ίδιο να αγωνίζεται, δεν γίνεται παθητικό πρόσωπο, αλλά αντίθετα αγωνιστής για αυτό που πιστεύει, την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και τη σχέση με τους «άγραφους νόμους», που δεν είναι απαραίτητα οι θρησκευτικοί νόμοι. Πολλές φορές στο σχολείο μάς μαθαίνουν ότι η Αντιγόνη τάσσεται με το μέρος των θεών, ενώ ο Κρέων με το μέρος των ανθρώπων. Δεν είναι έτσι τα πράγματα, οι Θεοί για τους αρχαίους αντιπροσώπευαν φυσικές δυνάμεις και την αρμονία της φύσης και την εναρμόνιση με τους φυσικούς νόμους. Επομένως, η Αντιγόνη αυτό που υπερασπίζεται είναι αυτούς τους άγραφους νόμους της φύσης, τους οποίους προσωποποιούν οι θεοί, το δωδεκάθεο των αρχαίων. Το να ταφεί ένας νεκρός είναι ένας άγραφος νόμος, όχι μόνο θρησκευτικός, αλλά και νόμος της φύσης, ότι πρέπει δηλαδή να ξαναγυρίσει στο χώμα από όπου προήλθε.

ΠτΘ: Γεννημένη ηρωίδα η Αντιγόνη; 
Λ.Κ.: Δεν είναι γεννημένη ηρωίδα, έτσι όπως την έχω δει εγώ και η παράσταση, την σκηνοθεσία της οποίας υπογράφει η Νικαίτη Κοντούρη. Είναι ένα πρόσωπο που θα μπορούσε να είναι ένα διπλανό μας πρόσωπο. Φροντίσαμε να δώσουμε μία Αντιγόνη που γίνεται ηρωίδα γιατί τολμάει, να κάνει αυτό που είναι αυτονόητο για κάθε άνθρωπο, να θάψει το νεκρό του. Τολμάει να το κάνει αυτό και να επιμείνει να το κάνει, παρά την απαγόρευση, κάτι που θα έκανε κάθε άνθρωπος που θα υπερασπιζόταν και τον συγγενή του που έχει χαθεί, αλλά και την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Η Αντιγόνη δεν φοβάται και συνεχίζει να υπερασπίζεται το δικαίωμα να κάνει αυτό που είναι αυτονόητο για τον άνθρωπο - να θάψει το νεκρό του - και αυτό που δημιουργεί «εχθρό» της πολιτείας, ξαφνικά τιμωρείται με μια πάρα πολύ σκληρή τιμωρία, άδικη.
Με την οποία κι ο Κρέωντιμωρείται με αλυσιδωτούς θανάτους, πια, της δικής του οικογένειας. Είναι, λοιπόν, ένα πολυσύνθετο πρόσωπο κι ένα έργο ταυτόχρονα απλό και κατανοητό στον σημερινό θεατή, αλλά και πολυεπίπεδο και πολυσήμαντο. Ο καθένας μπορεί να δει και να καταλάβει πολλά πράγματα, μέσα από αυτό το έργο, που τον αφορούν στη δική του ζωή, αλλά και βαθύτατες σκέψεις που όλους θα μας απασχολούν, ιδιαιτέρως σήμερα στην εποχή της προόδου, του κέρδους και της εξέλιξης καταπατώνται βασικά ανθρώπινα δικαιώματα και ελευθερίες, για τις οποίες έχει χυθεί πάρα πολύ αίμα στο παρελθόν.

ΠτΘ: Τι λέει λοιπόν, κυρία Κονιόρδου, η «Αντιγόνη» στα χρόνια της παγκοσμιοποίησης;
Λ.Κ.: Η Αντιγόνη εκφράζει την ανάγκη ο σημερινός άνθρωπος να επαγρυπνεί ακόμη και για αγαθά που θεωρούνται πλέον δεδομένα, όπως είναι η ελευθερία της έκφρασης, η δικαιοσύνη και η δημοκρατία. Πράγματα για τα οποία διαρκώς χρειάζεται να επαγρυπνούμε και να αγωνιζόμαστε για αυτά. Γιατί δεν είναι πράγματα που μας χαρίζονται, πάντα υπάρχουν συμφέροντα και δυνάμεις της εξουσίας που για λόγους δικούς τους, άλλοτε δικαιολογημένους άλλοτε αδικαιολόγητους, δημιουργούν κινδύνους για όλες αυτές τις αξίες, για τις οποίες και από την αρχή της ανθρωπότητας, αλλά και στο πρόσφατο δικό μας ιστορικό παρελθόν, το πολύ τραυματικό, έχει χυθεί αίμα άξιων ανθρώπων, είτε επωνύμων είτε και απλών, ανώνυμων ανθρώπων που δεν γεννήθηκαν ήρωες, γίνανε όμως ήρωες, γιατί θέλησαν να υπερασπιστούν την ελευθερία και την αξιοπρέπεια.

ΠτΘ: Υπάρχουν και δύο κόσμοι που συγκρούονται. Από τη μία ο προσωπικός κόσμος, ο κόσμος του οικογενειακού δικαίου, και από την άλλη το δίκαιο μιας χώρας που πορεύεται μέσα από τους νόμους μιας πολιτείας. 
Λ.Κ.: Ακριβώς… μιας παγκόσμιας πλέον πολιτείας, την οποία δεν ενδιαφέρει η ατομική ιδιαιτερότητα, η διαφορετικότητα δεν ευνοείται, αυτά όλα καταπατούνται για χάρη ενός παγκόσμιου εμπορίου, το οποίο δεν θέλει ιδιαιτερότητες, το αντίθετο, θέλει ομοιογένεια, ώστε να μπορεί να πουλάει πιο εύκολα. Το διαφορετικό, όμως, είναι και όμορφο, είναι που δίνει όλη αυτή την πολυποικιλότητα στη ζωή μας, την αμορφία, τη γνώση και τη σοφία στη ζωή, μαθαίνουμε από το διαφορετικό. Επομένως, χρειάζεται όλοι να υπερασπιστούμε το δικαίωμα για το διαφορετικό και αυτό να μην αποτελεί απειλή για την ευνομία μιας πολιτείας.

ΠτΘ: Λέμε συνέχεια πως αυτά τα έργα αντέχουν στο χρόνο, αναφέρονται στο σήμερα. Ποιες προβολές μπορεί να έχει το πρόσωπο της Αντιγόνης στη σύγχρονη πραγματικότητα; 
Λ.Κ.: Είναι πάρα πολλές οι προβολές της. Και για αυτό που είπα για την πρόσφατη ιστορία, για ανθρώπους που δίνουν τη ζωή τους για μία ιδέα, για μία αξία, για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια ισχύει και σήμερα. Διαρκώς, σε όλον τον κόσμο υπάρχουν άνθρωποι, οι οποίοι δίνουν την ζωή τους «αφειδώς». Το γεγονός είναι ότι υπάρχουν άνθρωποι που η πίστη τους σε μία αξία ή σε μια ανθρώπινη αρχή τους οδηγεί να νιώθουν ότι δεν έχει νόημα να ζει κανείς όταν δεν υπάρχουν αυτοί οι απαραίτητοι άγραφοι νόμοι, με τους οποίους αξίζει να ζει κανείς. Δηλαδή, όταν οι γείτονές μας στη Γιουγκοσλαβία «χορεύανε» πάνω στις γέφυρες αψηφώντας την ζωή τους διεκδικώντας το δικαίωμα να είναι ελεύθεροι ακόμα και κατά τη διάρκεια αυτού του τραγουδιού, αυτό είναι μία ηρωική στιγμή, ανεξάρτητα αν συμφωνεί κανείς με το κόστος της Γιουγκοσλαβίας.
Η έκφραση των ανθρώπων όμως αυτή, ήταν μία υψηλή στιγμή ανθρώπινης εκδήλωσης της αξιοπρέπειας και της ελευθερίας. Ένα άλλο στοιχείο είναι ότι εν ονόματι της ελευθερίας και της καταπολέμησης της τρομοκρατίας κινδυνεύουν βασικά ανθρώπινα δικαιώματα. Βεβαίως, η τρομοκρατία είναι κάτι στο οποίο δεν συμφωνεί κανείς, όμως η τρομοκρατία ενός κράτους επάνω σε ένα άλλο κράτος ή σε ένα άλλο έθνος ή σε έναν ολόκληρο λαό είναι ακόμη χειρότερη. Και για όλα αυτά χρειάζεται η συνείδηση του ανθρώπου να επαγρυπνεί και να είναι έτοιμη.

ΠτΘ: Το ζητούμενο στην αναμέτρηση με ρόλους αρχαίου δράματος ποιο είναι για εσάς; 
Λ.Κ.: Είναι αφενός, σε ένα καθαρά βιολογικό, οργανικό επίπεδο το να διατηρώ τον οργανισμό μου σε μία ακμή, σε μία δυνατότητα να αντεπεξέλθει στις πολύ μεγάλες απαιτήσεις, σχεδόν πρωταθλητισμού, που έχουν αυτά τα πρόσωπα, ώστε να αντέχουν το φορτίο. Αφετέρου, και το πνεύμα χρειάζεται να παραμένει οξύ, ώστε να μπορεί να αντιλαμβάνεται αυτά τα πρόσωπα μέσα σε ένα διαρκές γίγνεσθαι σημερινό, έτσι ώστε αυτό να αφορά τον σημερινό θεατή.

ΠτΘ: Η ενασχόλησή σας με αυτά τα κείμενα τι σας έδωσε και τι σας δίνει ακόμη… 
Λ.Κ.: Διαρκώς μάς εμβαθύνει τη γνώση πάνω στην ανθρώπινη φύση, τη σχέση του ανθρώπου με το σύμπαν που τον περιβάλλει, την σχέση του με τον χρόνο, με τον χώρο. Δίνει μια διαρκή σύνδεση με την ανθρώπινη περιπέτεια και σοφία ανά τους αιώνες, που διαρκώς και σήμερα τα ίδια διλήμματα και τα ίδια προβλήματα μάς απασχολούν. Και το γεγονός ότι αυτά καταγράφονται με τόσο υψηλή ποίηση και με τέτοια διαύγεια πνεύματος, φιλοσοφική μέσα από αυτά τα έργα, τα οποία τελικά είναι και σπουδαία έργα θεάτρου, δηλαδή έχουν τέτοια αμεσότητα και τέτοια θεατρική ένταση και ενδιαφέρον, που ακόμη και σε ένα μικρό παιδί διατηρούν το ενδιαφέρον, είναι μία μεγάλη ικανοποίηση και καλλιτεχνική αλλά και πνευματική σήμερα, το να σου δίνεται η δυνατότητα να ασχολείσαι διαρκώς με αυτά τα κείμενα.

ΠτΘ: «Γεννήθηκα για να αγαπώ και να αγαπιέμαι» λέει κάποια στιγμή στο έργο η Αντιγόνη και το πληρώνει με τη ζωή της. Στις μέρες μας πόσο ακριβό είναι το τίμημα; 
Λ.Κ.: Νομίζω ότι στις μέρες μας ζούμε σε ένα μεγάλο ποσοστό αυτήν την συνέχεια και την διαρκή υποδαύλιση του μίσους και της έχθρας, τώρα πλέον από εμφανέστατα συμφέροντα, πολυεθνικών και των εμπόρων των όπλων, οι οποίοι υποδαυλίζουν διαρκώς το μίσος και την αντιπαλότητα, ακόμα και ανάμεσα σε ανθρώπους που ζούσαν ειρηνικά πριν από λίγο.
Η φράση αυτή της Αντιγόνης είναι μία κραυγή απόγνωσης, που διαρκεί ακόμα και σήμερα, ενός ανθρώπου νέου, που λέει μέσα στην απόγνωσή του ότι δεν θέλει να ζει μέσα σε αυτόν τον φαύλο κύκλο του μίσους και της έχθρας. Θέλει να ζει μέσα σε έναν κόσμο όπου υπάρχει ενότητα, αγάπη, ανταλλαγή και όχι έχθρα που δημιουργεί θανάτους και αυτόν τον φαύλο κύκλο του αίματος. Αυτή είναι μία από τις φράσεις κλειδιά του έργου, όπως μία άλλη φάση – κλειδί είναι «είναι πιο πολύς χρόνος που θα βρίσκομαι μαζί με αυτούς που είναι κάτω εκεί», δηλαδή ότι υπάρχει μία άλλη όψη του κόσμου, πέρα από την υλική, πέρα από αυτή που μετράει κανείς με τα όβολα ή με την καθημερινή επιβράβευση. Υπάρχει και μία άλλη όψη της ζωής, την οποία δεν πρέπει να ξεχνάμε και για την οποία αξίζει να δίνουμε ένα μεγάλο μέρος της ζωής μας.

ΠτΘ: Οι παραστάσεις αρχαίου δράματος, που παρουσιάζονται κάθε καλοκαίρι, έχουν να προσφέρουν κάτι καινούριο σε μας τους θεατές, αλλά και στο ίδιο το θέατρο; 
Λ.Κ.: Πάντα τα έργα αυτά, είτε τα διαβάζει κανείς είτε τα ακούει, έχουν κάτι να προσφέρουν, ακόμη και σε παραστάσεις που ίσως δεν κατορθώνουν να ολοκληρώσουν τις προθέσεις τους. Βεβαίως, οι παλιοί δάσκαλοι, όπως ήταν ο Κουν και παλιότερα ο Ροντήρης, δεν υπάρχουν πλέον. Εξάλλου, ο κόσμος αλλάζει, οι κώδικες επικοινωνίας αλλάζουν, αυτό που σήμερα είναι τραγικό δεν είναι κατ’ ανάγκη το ίδιο με αυτό που ήταν πριν από πενήντα χρόνια. Αυτό που θέλω να πω είναι ότι ο κώδικας επικοινωνίας του θεάτρου αλλάζει κι έτσι χρειάζεται κανείς να ξαναδεί αυτά τα έργα με μια νέα ματιά. Αυτό χρειάζεται χρόνο και εμπειρία και χρειάζεται οι άνθρωποι που ασχολούνται με αυτό να έχουν την δυνατότητα να δουλέψουν πάνω στα κείμενα, ακόμα και να κάνουν τα λάθη τους, για να διαμορφώσουν τις νέες κατευθύνσεις, τις νέες απόψεις που θα μας φέρουν ακόμα πιο κοντά ή εξίσου κοντά στα κείμενα αυτά, όπως γινόταν με τους παλαιότερους δασκάλους. Έτσι, και μακροπρόθεσμα αλλά και σε κάθε προετοιμασία, σε κάθε παράσταση, χρειάζεται χρόνος μεγαλύτερος για να μπορέσουν οι νεότερες γενιές, οι σκηνοθέτες ή οι καλλιτέχνες, να διαμορφώσουν την άποψή τους, η οποία να έχει μία δυνατή ισχύ στο σημερινό κοινό, έτσι ώστε να μην προδοθεί ο λόγος των ποιητών. Αυτό δεν είναι εύκολο και δεν είναι πάντα εφικτό κι έτσι αρκετά συχνά βλέπει κανείς καλές προθέσεις, που είτε δεν προλαβαίνουν να υλοποιηθούν είτε για κάποιους λόγους δεν υπηρετούνται από όλους τους συντελεστές της παράστασης. Για αυτό και σπάνια βλέπει κανείς μία παράσταση που πραγματικά αφήνει ένα έντονο ίχνος. Καμιά φορά δεν το βλέπουμε για χρόνια ή μπορεί να το δούμε και δύο με τρεις φορές μέσα σε ένα καλοκαίρι. Είναι θέμα συγκυρίας και συντρέχουν πολλοί λόγοι για την επιτυχία μιας παράστασης.

ΠτΘ: Ποια η γνώμη σας για τις προσπάθειες σκηνοθετών που καινοτομούν ή πειραματίζονται πάνω στο αρχαίο δράμα; 
Λ.Κ.: Κάθε απόπειρα στην τραγωδία και στο αρχαίο δράμα γενικότερα είναι πειραματισμός εξ΄ ορισμού, διότι δεν γνωρίζουμε πώς παίζονταν αυτά τα έργα. Υπάρχουν μόνο εικασίες και θεωρίες. Υπενθυμίζω ότι όταν παίχτηκαν οι «Όρνιθες» του Κουν τη δεκαετία του ΄60, θεωρήθηκε τόσο καινοτόμος η παράσταση, ώστε εξυμνήθηκε από τους μισούς και γιουχαΐστηκε από τους άλλους μισούς. Ήταν μια παράσταση που σήμερα τη θεωρούμε κλασική και αποτελεί σημείο αναφοράς για το πώς ανεβαίνει με ήθος, με καλλιτεχνική αξία και ποιότητα ο Αριστοφάνης. Συνταγή δεν υπάρχει. Κάθε παράσταση είναι ένα τόλμημα, ένας πειραματισμός. Τώρα, αν αυτός ο πειραματισμός χρησιμοποιεί χλαμύδες είτε σύγχρονα ρούχα, αυτό είναι δευτερεύον. Το ζητούμενο είναι η απευθείας επαφή και η αποκάλυψη του κειμένου.

ΠτΘ: Σάς αφορά αυτό το είδος θεάτρου; 
Λ.Κ.: Πάρα πολύ. Είναι ένα είδος σύγχρονο και μοντέρνο μαζί, με την έννοια ότι συνδυάζει πολλές τέχνες: το λόγο, το μέλος, την όρχηση, την όψη. Δεν είναι αποκλειστικά θέατρο λόγου, όπως είναι το αστικό θέατρο των τελευταίων κυρίως αιώνων. Είναι μια πολύ μεγάλη πρόκληση.

ΠτΘ: Και η παράσταση που ανεβαίνει φέτος το καλοκαίρι από το Εθνικό Θέατρο σε σκηνοθεσία Νικαίτης Κοντούρη έχει σύγχρονη προσέγγιση και μια φόρμα αφαιρετική... 
Λ.Κ.: Είναι μια πολύ λιτή προσέγγιση, που προσπαθεί να αποκαλύψει τις συγκρούσεις και τους διαφορετικούς κόσμους, όχι να χωρίσει τα πρόσωπα σε καλά και κακά ούτε για να εξιδανικεύσει το πρότυπο της Αντιγόνης ούτε να καταποντίσει το πρόσωπο του Κρέοντα. Προσπαθεί να συναντήσει αυτά τα πρόσωπα μέσα από μια διαλεκτική και να τα παρουσιάσει μέσα από μια λιτή σκηνοθετική και σκηνική προσέγγιση.

ΠτΘ: Τελειώνοντας, έχοντας άμεση εμπειρία από τα ΔΗΠΕΘΕ, μια κι έχετε συνεργαστεί και προσφέρει πολλά κυρίως στο Θεσσαλικό Θέατρο, όπως και στο ΔΗΠΕΘΕ Βόλου, όπου διατελέσατε Καλλιτεχνική Διευθύντρια, πώς βλέπετε την ιστορία των ΔΗΠΕΘΕ;
Λ.Κ.: Είναι ένας πολύ σημαντικός θεσμός, ίσως από τους σημαντικότερους περιφερειακούς θεσμούς της χώρας μας τα τελευταία χρόνια. Νομίζω ότι έχει αποδώσει πολύ σημαντικούς καρπούς κι έχει ανεβάσει το καλλιτεχνικό επίπεδο σε όλη την επικράτεια, έχει δημιουργήσει φυτώρια καλλιτεχνών, τα οποία έχουν δώσει μια πνοή στο καλλιτεχνικό «γίγνεσθαι». Πρέπει, όμως, να επανατοποθετηθεί και να επαναδιαγραφεί ο ακριβής ρόλος και ο στόχος των ΔΗΠΕΘΕ. Χρειάζεται να ξαναδούμε τον θεσμό με μια άλλη ματιά, όχι να τον γκρεμίσουμε. Στην Ελλάδα πολύ εύκολα γκρεμίζουμε κάτι, ενώ πολύ δύσκολα χτίζουμε κάτι που απαιτεί πολύ κόπο. Αυτός ο θεσμός έχει διαμορφωθεί κι έχει ριζώσει στον τόπο μας, επομένως είναι κάτι που ως κόρη οφθαλμού χρειάζεται να διατηρήσουμε, αλλά να τον δούμε με μια νέα, δυναμική ματιά, σαν κάτι ουσιαστικά σημαντικό για το θέμα της καλλιτεχνικής παιδείας του τόπου μας κι όχι σαν μία επιχείρηση «θεάματος». Τα τελευταία χρόνια έχουν εξελιχθεί κάποιες προσπάθειες περισσότερο σε εμπορικές επιχειρήσεις θεάματος, που αρμόζουν περισσότερο σε κάποιες ιδιωτικές επιχειρήσεις παρά σε επιχορηγούμενα από το κράτος, για να επιτελούν εκπαιδευτικό και καλλιτεχνικό έργο, θέατρα.
Τα ΔΗΠΕΘΕ πρέπει να κάνουν καλλιτεχνική δουλειά και να δίνουν την δυνατότητα σε νέους ανθρώπους να δείξουν την δουλειά τους, να δημιουργούν νέους θεατές, νέους ανθρώπους στις τέχνες και ιδιαιτέρως στο θέατρο.


Καλπάνης Μπάμπης
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "Παρατηρητής της Θράκης" στις 21-08-2002

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου