Πέμπτη 16 Φεβρουαρίου 2012

Λάκης Παπαστάθης: «Στο σινεμά υπάρχει ποίηση»


Τέχνη είναι "ένα άνοιγμα στη ψυχή μας, μια φυγή από την πραγματικότητα και την βία της καθημερινότητας...Είναι η αναζήτηση της ανθρωπιάς μας’’. 
Μια ερώτηση που τίθεται πολύ συχνά και δίνονται πολλές απαντήσεις αλλά το πιο ενδιαφέρον είναι ότι πάντα το νόημα της διαφεύγει. ‘’Μιλάμε περιφερειακά γι’ αυτήν χωρίς να μπορούμε να την ορίσουμε με ακρίβεια, ίσως και να’ ναι καλύτερα έτσι’’ μας λέει ο Λάκης Παπαστάθης, ο ελληνοκεντρικός σκηνοθέτης μια και τα θέματα όλων των ταινιών του πηγάζουν από την ελληνική κοινωνία. Αφορμή της συζήτησης μας στάθηκε το 5ο Συμπόσιο Μεσογειακής Ποίησης, στο οποίο συμμετείχε με την εξαιρετική εισήγηση του με θέμα:" Η ποίηση στον κινηματογράφο". 
Μια από αυτές τις τέχνες είναι και ο κινηματογράφος...
ΠτΘ:Γιατί κάνετε κινηματογράφο κ.Παπαστάθη;
Λ.Π.. :
Δεν ξέρω γιατί κάνω σινεμά και δεν θέλω να το ξέρω. Προτιμώ κάποια πράγματα να μην τα γνωρίζω, να είναι μυστηριακά, η ίδια η πράξη να δίνει κάποιες απαντήσεις με κάποια αφαίρεση. Δε μπορώ λοιπόν να πω γιατί κάνω σινεμά. Θέλω να είναι μια σκοτεινή μήτρα δημιουργική μέσα μου και να γίνεται με το έργο και όχι με λόγια, σε μια συνέντευξη. Κάνω σινεμά, γιατί αγαπώ κάποια πράγματα και θέλω να μορφοποιήσω κάτι που μέσα μου είναι σκοτεινό. Αυτό δηλαδή που με εκπλήσσει είναι ο σκοτεινός κόσμος που υπάρχει μέσα μου, όταν βγει και δομηθεί και γίνει έργο.

ΠτΘ: Στην εισήγηση που κάνατε στο 5ο Συμπόσιο Μεσογειακής Ποίησης στην Καβάλα, μιλήσατε για την ‘’ποίηση στον κινηματογράφο’’ και μεταξύ άλλων επισημάνατε, ότι η ποίηση δεν αναπαριστά το ορατό, αλλά καθιστά ορατό στην ψυχή μας αυτό που δε φαίνεται στην καθημερινή μας ζωή...
Λ.Π. :
Είναι πίσω από την ζωή μας, πίσω από την δράση. Και αυτό στέκεται, δεν φεύγει όταν φεύγουν τα γεγονότα, στέκεται στην ψυχή μας και το σκεφτόμαστε. Είναι ένα μετείκασμα διάρκειας. Και το μετείκασμα είναι αυτό στο οποίο στηρίζεται το σινεμά, αυτή η εικόνα που μένει μετά την δράση. 

ΠτΘ: Ποιά είναι λοιπόν, κύριε Παπαστάθη, η ευρύτερη σχέση της ποίησης με τον κινηματογράφο;
Λ.Κ.:
 Υπάρχουν πολλοί ποιητές στον κινηματογράφο. Υπήρξαν και υπάρχουν ποιητές στον κινηματογράφο και στην Ελλάδα. Στην εισήγησή μου ανέφερα τρία παραδείγματα, που θα μπορούσαν να είναι εκατόν τρία . Το νέο ελληνικό σινεμά μπορεί να μην έχει κάνει πολλές σπουδαίες ταινίες, έχει όμως σπουδαία αποσπάσματα, σκηνές πάρα πολύ σημαντικές, όχι μόνο από τους κορυφαίους σκηνοθέτες του νέου ελληνικού κινηματογράφου, αλλά και από κάποιους άλλους λιγότερο γνωστούς και λιγότερο σημαντικούς. Όλοι έχουν κάνει μικρά αποσπάσματα που είναι διαμαντάκια. Είναι λογικό στην Ελλάδα να υπάρχει ποίηση στο σινεμά, γιατί και οι Έλληνες κινηματογραφιστές ανήκουν στην ποιητική παράδοση. Στην Ελλάδα υπάρχει σημαντική ποίηση. Και εδώ, στο συνέδριο, οι Έλληνες ποιητές είναι πιο σημαντικοί από τους ξένους. Υπάρχει δηλαδή μεγάλη παράδοση και όχι μόνο τα δύο Νόμπελ. Υπάρχουν πάρα πολλοί ποιητές με σπουδαία παράδοση και δεν είναι δυνατόν αυτό να μην περάσει και στο ελληνικό σινεμά.

ΠτΘ: Πως ξεκίνησε η αγάπη και τι ενδιαφέρον σας για τον κινηματογράφο;
Λ.Π.:
 Ξεκίνησε από τα σχολικά μου χρόνια στην Μυτιλήνη. Είχα την τύχη να έχω έναν φίλο ο μπαμπάς του οποίου ήταν προβολατζής σε έναν από τους τρεις κινηματογράφους της Μυτιλήνης. Είχαμε έτσι το μεγάλο πλεονέκτημα να μπαίνουμε δωρεάν στην αίθουσα και να βλέπουμε ταινίες. Τότε δε παιζότανε πέντε ταινίες την ημέρα, από το μεσημέρι μέχρι αργά το βράδυ. Και ήταν τόσο ευαίσθητος αυτός ο άνθρωπος που είχε την έγνοια μη τυχόν βλέποντας σινεμά δεν διαβάζουμε. Και μας διάβαζε ο ίδιος μέσα στην καμπίνα προβολής. Οπότε καταλαβαίνετε... Να μαθαίνεις θρησκευτικά και ιστορία, ενώ ακούγονται τα τρεχαλητά των καουμπόικων ταινιών...Και από εκεί ξεκίνησε το ενδιαφέρον μου για το σινεμά και κυρίως η γοητεία της σκοτεινής σάλας με οδήγησε στον κινηματογράφο κι όχι τόσο οι ίδιες οι ταινίες.

ΠτΘ: Ποιες ήταν οι πρώτες ταινίες που είδατε στη μεγάλη οθόνη;
Λ.Π.: 
Πάρα πολλές ελληνικές ταινίες. Η πρώτη ξένη ταινία που θυμάμαι ότι είδα στην ζωή μου, ήταν το ‘’Σαμψών και Δαλιδά’’, ένα φιλμ θρησκευτικό, εποχής. Θυμάμαι ότι χιόνιζε έξω και έτσι συνδυάστηκε το σινεμά για πάντα στην ζωή μου και με την ζέστη, γιατί στο σπίτι μας δεν υπήρχαν τότε καλοριφέρ, σόμπες..., πήγαινες και ζούσες συλλογικά σε ένα χώρο, όπως είναι ο κινηματογράφος, και ζεσταινόσουν μαζί με πρόσφυγες, μαζί με ανθρώπους που δεν τους τραβούσε η κάμαρη του σπιτιού τους, το μαγκάλι του σπιτιού τους. Επιπλέον το ότι ζούσαμε με πολύ λίγα λεφτά ήταν ένας από τους λόγους που το ελληνικό σινεμά είχε μεγάλη επιτυχία τότε , το παλιό ελληνικό σινεμά. Ενώ, ο δεύτερος λόγος νομίζω ότι ήταν η γλώσσα, η ευκολία δηλαδή που επικοινωνούσαν με την ελληνική γλώσσα.

ΠτΘ: Εάν είχατε την δυνατότητα να γυρίζατε πίσω στο χρόνο, θα αλλάζατε κάποια πράγματα στη ζωή σας, ή είστε ευχαριστημένος από τις επιλογές σας;
Λ.Π.:
 Θα ήθελα να κάνω περισσότερο κινηματογράφο. Οι δυσκολίες του Έλληνα κινηματογραφιστή είναι γνωστές σ’ όλους. Δεν μπορούμε να κάνουμε μια ταινία κάθε δύο χρόνια, κάθε ενάμιση χρόνο, το σινεμά είναι μια πάρα πολύ ακριβή τέχνη. Δεν υπάρχουν δυνατότητες χρηματοδότησης και επιπλέον δεν υπάρχει κι ένα κοινό-κι όχι μόνο στην Ελλάδα-που να στηρίζει αυτές τις ταινίες που κάναμε, τις ταινίες του νέου Ελληνικού Κινηματογράφου. Είναι ταινίες που ανήκουν περισσότερο στη λογοτεχνική και στην ποιητική μας παράδοση και όχι ταινίες-προϊον που καταναλώνονται από ευρύτατες μάζες. Από τη μία λοιπόν είναι πολύ ακριβό κι από την άλλη, αν καταφέρεις να το κάνεις, δεν αποσβένεται. Χωρίς δηλαδή την αρωγή του κράτους, του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου, ίσως δε θα ήταν δυνατόν να γίνει μια ελληνική ταινία στην Ελλάδα.

ΠτΘ: Με ποιες προϋποθέσεις θα μπορούσε ο ελληνικός κινηματογράφος, να συναντήσει ένα διεθνές κοινό;
Λ.Π.:
 Αυτό είναι πάρα πολύ δύσκολο και όχι μόνο για τους Έλληνες κινηματογραφιστές. Το έχω παρακολουθήσει, με τον Βιζυηνό, που έχει παιχτεί σε 50-60 φεστιβάλ σε όλο τον κόσμο, και έχει «καθιερωθεί διεθνώς», διότι παίζεται μόνο σε φεστιβάλ. Έχω παρακολουθήσει διάφορους ξένους εκπροσώπους τηλεοράσεων, για παράδειγμα στο Τορόντο, ή στην Ιταλία, ή στην Ιρλανδία, ακόμη και στην Αυστραλία, να παρακολουθούν ένα φεστιβάλ, να διαλέγουν τις σίγουρες ταινίες, δηλαδή τις αμερικάνικες, και να βραβεύουν κάποια Ιρανική, που είναι της μόδας και τελειώσαμε… Το φράγμα έσπασε με την ταινία «Αμελί» Έρχονται σου λένε: «η ταινία σου είναι καταπληκτική θα την πάρουμε για το τάδε Φεστιβάλ». Δεν ξέρω ακριβώς τι φταίει σε αυτό. Νομίζω ότι η γλώσσα είναι ένα πρόβλημα, το πολιτισμικό μας και ο τρόπος ζωής μας, πως σκεφτόμαστε, ο τρόπος που μπορούμε να αφηγηθούμε μια ιστορία, είναι ένας τρόπος που δεν είναι εύκολα αντιληπτός από τους άλλους. Επιπλέον υπάρχει κι ένα μεγάλο ντισαβαντάζ, δεν έχουμε τους μεγάλους σταρ, δεν παίζει ο Ντε Νίρο στην δική μου ταινία, είναι δύσκολο να παίξει, οι σταρ τραβάνε . Το κοινό είναι ίσως η πρώτη επιλογή. Συμβαίνει βέβαια κάποιοι να σπάνε το φράγμα, όπως για παράδειγμα το ιρανικό σινεμά, αλλά κι αυτό είναι νομίζω ένα μεμονωμένο γεγονός κι ελπίζω βέβαια να κρατήσει πολύ, γιατί έτυχε να έχουν σπουδαίους δημιουργούς.
Ο Αγγελόπουλος μπορεί και να σπάσει το φράγμα – όχι βέβαια σε εμπορικά μεγάλα κυκλώματα- σε ειδική προβολή του καλλιτεχνικού κινηματογράφου, έχει ενταχθεί στην ιστορία του Κινηματογράφου σαν ένας σκηνοθέτης που αναζητεί τη γλώσσα και την γραφή μετά την δεκαετία του ΄70 μαζί με τον Ρόχα, τον περίφημο Γιάντσο κι έχει ένα κοινό, το οποίο προσπαθεί να το συντηρήσει παίρνοντας κι αυτός διεθνείς σταρ, όπως τον Μαστρογίάννη. Ωστόσο αυτό δεν έχει βοηθήσει τους άλλους Έλληνες κινηματογραφιστές. Νομίζω ότι μάλλον κακό έκανε για την σχέση των Ελλήνων με το εξωτερικό. Θεωρούν ότι στην Ελλάδα υπάρχει ο ιδιαίτερος κινηματογραφιστής που ακούει στο όνομα «Αγγελόπουλος» και τελειώσαμε. Είναι άδικο αυτό. Υπάρχουν πολλοί σκηνοθέτες στην Ελλάδα, τουλάχιστον ισάξιοι του Αγγελόπουλου και μερικοί καλύτεροί του, οι οποίοι δεν έχουν δυνατότητες προβολής στο εξωτερικό. Επιπλέον υπάρχει και κάποια άλλη αδυναμία, η αδυναμία του Κέντρου Κινηματογράφου και γενικότερα των παραγωγών που συμμετέχουν στις ταινίες του νέου Ελληνικού Κινηματογράφου να διανείμουν μία ταινία στο εξωτερικό, να δουν την σωστή πηγή, το σωστό μέρος που θα παίξουν τις ταινίες. Πιστεύω ότι ακόμη και για τις ταινίες του Κώστα Σφήκα που είναι ένας πολύ σπουδαίος κινηματογραφιστής του Πειραματικού Κινηματογράφου, υπάρχουν κάποιες τρύπες σε όλο τον κόσμο, κάποια μουσεία που μπορούν να πουληθούν οι ταινίες του. Δεν τις έχουμε βρει όμως αυτές τις τρύπες…

ΠτΘ: Τα τελευταία χρόνια κ. Παπαστάθη παρατηρείται μία άνθηση στον ελληνικό κινηματογράφο, κυρίως μετά την επιτυχία του Safe Sex των Ρέππα – Παπαθανασίου που έσπασε τα ταμεία παρατηρούνται ολοένα και περισσότερες! Ποια είναι η γνώμη σας;
Λ.Π.:
 Πρέπει να υπάρχει μια πολιτική για να πλησιάζουμε τον κόσμο αλλά όχι κάνοντας ευτελείς ταινίες. Οι σκηνοθέτες θα κάνουν τις ταινίες τους, από εκεί και πέρα πρέπει να υπάρχει η δυνατότητα να τις παίξουν, πρέπει να δημιουργήσουμε ένα κοινό από μικρά παιδιά που μεγαλώνουν και μαθαίνουν να βλέπουν καλό σινεμά, πρέπει να δημιουργήσουμε έναν κύκλο αιθουσών που να μπορέσουν να τις παίξουν αυτές τις ταινίες. Δεν νομίζω ότι πρέπει να γίνονται ταινίες – προϊόντα για να φέρουμε στο κοινό καλλιτεχνικές ταινίες. Πρέπει να εκπαιδεύσουμε ένα κοινό να τις βλέπει.

ΠτΘ: Εσείς πηγαίνετε κινηματογράφο;
Λ.Π.:
 Αρκετά. Θεωρώ καθήκον μου καταρχήν να βλέπω όλες σχεδόν τις ελληνικές ταινίες και κάποιες ξένες. Φέτος για παράδειγμα το καλοκαίρι συγκινήθηκα που είδα τις επανεκδόσεις περίφημων ταινιών, είδα Παζολίνι, το «Μάμα Ρόμα», την «Εξομολόγηση μιας γυναίκας» του μεγάλου ελληνοαμερικάνου σκηνοθέτη Τζον Κασσαβέτι που με συγκλόνισε και το αριστούργημα του αιώνα μας που έχει το όνομα «Οχτώμισι» του Φρεδερίκου Φελίνι. Αν όμως τις συγκρίνει κανείς με τα αντίστοιχα ελληνικά θα νιώσει εθνική υπερηφάνεια. Δε νομίζω ότι είναι κατώτερη η ταινία «Μέχρι το πλοίο» του Δαμιανού, από τις ταινίες του Παζολίνι. Αν ξανά το Κέντρο έβγαζε, ένα καλοκαίρι στις αίθουσες, το «Μέχρι το Πλοίο», την «Αναπαράσταση» του Δαμιανού, την «Αναπαράσταση» του Αγγελόπουλου, το «Προξενιό της Άννας» του Βούλγαρη και τον «Ιωάννη τον βίαιο» της Τονιας Μαρκετάκη – ταινίες φυγής του νέου ελληνικού κινηματογράφου – νομίζω ότι όλοι θα νιώθουμε υπερήφανοι και θα ξαναανακαλύπταμε πολύ σπουδαία δημιουργήματα.

ΠτΘ: Μια άλλη τέχνη που θα μπορούσε να σας «κερδίσει» εκτός από τον κινηματογράφο;
Λ.Π.:
 Η ζωγραφική και η λογοτεχνία βέβαια. Αν ξαναξεκινούσα και μπορούσα να ζωγραφίζω, θα ζωγράφιζα. Μ’ αρέσει τρομερά η ζωγραφική. Την εποχή που έκανα τον Βιζυηνό έγραψα και μία συλλογή διηγημάτων και με αυτήν την ευκαιρία ένοιωσα την τρομερή, απελευθερωτική δύναμη της λογοτεχνίας.

ΠτΘ: Αυτή την περίοδο τι κάνετε, ποια είναι τα μελλοντικά σας σχέδια;
Λ.Π.:
 Ετοιμάζομαι για το «Παρασκήνιο», που είναι τηλεοπτική σειρά που κάνουμε 26 χρόνια στην τηλεόραση και σκέφτομαι την επόμενη ταινία, ελπίζω να τα καταφέρω.
Θα είναι μία ταινία σύγχρονη που θα καταγγέλλει την επίσημη προσπάθεια να αξιοποιήσει μία στείρα αρχειολατρεία. Όσο πλησιάζουμε προς τους Ολυμπιακούς Αγώνες θα βλέπουμε συνέχεια πολύ κιτσάτα πράγματα σχετικά με την αρχαιότητα στην Ελλάδα κι αυτό με ενοχλεί πάρα πολύ, αυτή η ισοπεδωτική άποψη για την αρχαιότητα που γίνεται προϊόν και πουλιέται στους ξένους.

ΠτΘ: κ. Παπαστάθη στην πόλη της Κομοτηνής έχετε βρεθεί πολλές φορές γυρίζοντας ντοκιμαντέρ…
Λ.Π.:
 Αγαπώ πάρα πολύ την Κομοτηνή, έχω συνεργαστεί με το Κέντρο Λαϊκών Δρωμένων γυρίζοντας ένα ντοκιμαντέρ, έχουν προβληθεί ταινίες μου στο κέντρο, όπως τα «Αναστενάρια». Στην τηλεόραση έχουμε κάνει δύο ντοκιμαντέρ μαζί με την Εύα Στεφανή, το ένα είναι για το «Καλό δαιμόνιο της πόλης», τον Αμέτ, ένα τουρκόφωνο λαχειοπώλη που δυστυχώς πέθανε και για μία τρόφιμο του εξαίρετου Γηροκομείου της πόλης, την Μαρίκα. Θα ήθελα να κάνω συνέχεια ταινίες για την Κομοτηνή, με αρέσει η Καλκάντζα και η καθημερινή ζωή της πόλης, οπότε θα συναντηθούμε σίγουρα εκεί.

ΠτΘ: Σας ευχαριστούμε πολύ και σας ευχόμαστε ότι επιθυμείτε να το κατορθώσετε.
Λ.Π.:
 Κι εγώ σας ευχαριστώ.

Καλπάνης Μπάμπης 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου