Δευτέρα 20 Φεβρουαρίου 2012

Γιάννης Βαρβέρης: «Ο κόσμος σήμερα δεν διαβάζει ποίηση, απλά την αναγιγνώσκει»


Συνέντευξη με τον ποιητή, μεταφραστή και κριτικό θεάτρου Γιάννη Βαρβέρη



Εξέδωσε επτά ποιητικές συλλογές, η τελευταία του «Στα ξένα» (2001), και όπως υποστηρίζει ο ίδιος τώρα πια είναι καιρός περισυλλογής και προετοιμασίας, γιατί στην ηλικία του μισού περίπου αιώνος, καθώς είναι 47 χρόνων, δεν είναι δυνατόν να εκκολάπτονται αβασάνιστα τα πράγματα.
Από το 1976 γράφει κριτική θεάτρου (περιοδικό «Τομές», «Η λέξη», εφημ. «Καθημερινή») και μεταφράσεις του σε έργα του Αριστοφάνη και του Μένανδρου έχουν παρουσιαστεί σε παραστάσεις στην Επίδαυρο και σε άλλα θέατρα.
 Τον συναντήσαμε στην Καβάλα όπου και συμμετείχε με την ιδιότητα του ποιητή στο 5ο Συμπόσιο Μεσογειακής Ποίησης. 


ΠτΘ: Έχετε ποτέ σκεφθεί γιατί γράφετε, κύριε Βαρβέρη;
Γ.Β.:
 Όταν ξεκινά κανείς να γράφει σε μικρή ηλικία, δε συνειδητοποιεί τι ακριβώς κάνει. 
Θα μπορούσε, αν σκεφτόταν με τα σημερινά μυαλά και δεδομένα, να είχε γίνει ίσως ζωγράφος ή επιχειρηματίας ή οτιδήποτε άλλο. Πρέπει να είναι κάποια αρχική φαντάζομαι στέρηση ή κάποια αρχική ελπίδα, που τον παρακινεί και τον κινητοποιεί να την εκφράσει. Μετά πια σε παίρνει το ποτάμι… 

ΠτΘ: Τι είναι λοιπόν, για εσάς το γράψιμο;
Γ.Β.:
 Είναι μια σεισμική ώρα, μια σεισμική στιγμή. Πιστεύω ότι ο ποιητής δεν διαφέρει από τον άνθρωπο που δεν γράφει ποιήματα, είμαστε όλοι σ΄ ένα βαθμό – μεγαλύτερο ή μικρότερο – ποιητικοί, απλώς, οι ποιητές ας πούμε πως έχουν τη δυνατότητα, μερικοί απ΄ αυτούς, να οργανώνουν αυτά τα αισθήματα, τα οποία έχουν και οι άλλοι άνθρωποι, σε ποιητικό λόγο. 

ΠτΘ: Λένε ότι ο ποιητής είναι ο πιο ελεύθερος άνθρωπος, αλλά ότι η πορεία του είναι μοναχική…
Γ.Β.:
 Νομίζω ότι δεν είναι προνόμιο του ποιητή. Είναι προνόμιο όλων των ανθρώπων, αν τους ρωτήσετε ακόμα και οι πιο κοινωνικοποιημένοι άνθρωποι είναι μοναχικοί. 
Η μοναξιά του ποιητή έγκειται ίσως στο γεγονός ότι δεν συνεργάζεται με κανέναν παρά μονάχα με τον εαυτό του. Αυτό είναι το μεγάλο του προνόμιο και η αντικοινωνική του πολυτέλεια. 

ΠτΘ: Διαβάζει, κύριε Βαρβέρη, ο κόσμος σήμερα ποίηση;
Γ.Β.:
 Εγώ πιστεύω ότι δεν διαβάζει ο κόσμος ποίηση, ακόμη και αν την διαβάζει, απλά την αναγιγνώσκει, δε νομίζω ότι τη διαβάζει. 
Ζούμε, πλέον, σε εποχές που ο λόγος έχει υποχωρήσει και ο λόγος είναι ακριβώς το όργανο της ποίησης στην πιο εξελιγμένη και συμπυκνωμένη μορφή του. 
Δεν έχω καμιά αμφιβολία, ωστόσο, ότι οι άνθρωποι ψάχνουν την ποίηση, αλλά ψάχνουν έξω από το ποιητικό γεγονός, αυτό καθ΄αυτό , προς άλλες κατευθύνσεις, ποιητικοφανείς ενδεχομένως. 

ΠτΘ: Πώς ξεχωρίζετε ένα καλό ποίημα;
Γ.Β.:
 Νομίζω ότι ένα καλό ποίημα ξεχωρίζει από μόνο του, μάς επιβάλλεται το ίδιο. Ένα πρόχειρο κριτήριό μου γι΄ αυτό είναι, όταν έρχεται κάποια στιγμή που το αναπολώ, το αποζητώ και πηγαίνω και το ξαναβρίσκω. 

ΠτΘ: Τι σας εμπνέει;
Γ.Β.:
 Δεν είμαι πολύ έτοιμος και συμφιλιωμένος με αυτόν τον όρο, της έμπνευσης. 
Θεωρώ ότι είναι λίγο ποιητικοφανής όρος πίσω από τον οποίο, κρύβονται πράγματα πολύ πιο απτά. 
Ωστόσο στη δική μου περίπτωση, σκέφτομαι ορισμένα πράγματα, ιδίως αυτά που ανήκουν στο παρελθόν. Με κινητοποιεί περισσότερο ό,τι δεν κερδίθηκε, αν και δόθηκε η μάχη ή ότι χάθηκε για πάντα. 

ΠτΘ: Πιστεύετε ότι μπορούμε μέσα από την τέχνη να απελευθερώσουμε τα συναισθήματά μας, να λυτρωθούμε;
Γ.Β.:
 Μέσα από την τέχνη μπορούμε να απελευθερώσουμε τα αισθήματά μας, δε μπορούμε όμως να λυτρωθούμε. 
Δε μας λυτρώνει τίποτε από την στιγμή, κατά την οποία υπάρχει ο θάνατος και καραδοκεί ανά πάσα στιγμή, από την στιγμή που υπάρχει η ευτέλεια της καθημερινότητας και αυτό που τέλος πάντων λέμε «ανθρώπινη φύση», με τις οξύτητες και με τις αντιφάσεις της. 

ΠτΘ: Τι σας προσφέρει, κύριε Βαρβέρη, η ποίηση…
Γ.Β.:
 Φαντάζομαι ορισμένες στιγμές ικανοποίησης που κάνουν, όπως λέει ο Καβάφης, «να μη νοιώθεται η πληγή», και ακόμη – γιατί να το κρύψουμε; - την ικανοποίηση μιας ανθρώπινης ματαιοδοξίας. 

ΠτΘ: Παράλληλα με την ποίηση ασχολείστε εδώ και πολλά χρόνια και με την κριτική θεάτρου, όπως επίσης έχετε κάνει μεταφράσεις έργων του Αριστοφάνη και του Μένανδρου. Ποια πιστεύετε ότι είναι η σχέση της ποίησης με το θέατρο;
Γ.Β.: 
Στη δική μου συνείδηση είναι πάρα πολύ συγγενική αυτή η σχέση. Αντιμετωπίζω τα δύο είδη με το ίδιο αίσθημα, όχι ίσως με το ίδιο μάτι. 
Σίγουρα οι τέχνες είναι συγκοινωνούντα δοχεία και βεβαίως υπάρχει ποίηση μέσα στο θέατρο και ενίοτε, σπανιότερα όμως, θέατρο μέσα στην ποίηση. Σε αυτό το σημείο δεν θα΄ θελα να παρεξηγηθώ, γιατί υπάρχει ο κίνδυνος να θεωρηθεί ότι υπερασπίζομαι ένα είδος ποιητικού θεάτρου, το οποίο είναι πολύ επικίνδυνο και πολύ ολισθηρό και έχει βγάλει και αυτό βέβαια τους καρπούς του. 
Έχω και είχα την διάθεση από τότε που ξεκίνησε η αγάπη μου για το θέατρο, από τα παιδικά μου χρόνια, να δημιουργήσω ένα παραπλήρωμα της ποιητικής μου εργασίας. 
Βλέπω δηλαδή την θεατρική κριτική σαν ένα λογοτεχνικό είδος και όχι σαν μια θεατρική κριτική βαθμολογίας ή δημοσιογραφική, που δε την κακίζω καθόλου. Αντίθετα, λοιπόν, μια κριτική δοκιμιακής μορφής, όπου ο λόγος προΐσταται και έπεται η σκέψη, το περιεχόμενο έχω την διάθεση να υποκύπτει στην μορφή. 

ΠτΘ: Μια και ο λόγος για την θεατρική κριτική, τι είναι αυτό που μετράει σ΄ εσάς για μια καλή παράσταση, πώς την αξιολογείτε;
Γ.Β.:
 Αυτό είναι που με ενδιαφέρει σε μια θεατρική παράσταση, να μην είναιδηλαδή τα πράγματα επίπεδα, να ομιλεί δηλαδή το σανίδι ή να βλασφημεί ή να υμνολογεί, ακόμη και να μας ευλογεί. 
Κάτι να κάνει, όμως, κάτι να γίνεται πέρα από την καθημερινότητα, από το συγκεκριμένο, γνωστό και επαναλαμβανόμενο. 

ΠτΘ: Γράφετε κριτική θεάτρου από το 1976, εδώ και είκοσι έξι χρόνια, πώς βλέπετε την πορεία του ελληνικού θεάτρου σήμερα;
Γ.Β.:
 Έχω την εντύπωση, και αυτό ισχύει και για την ποίηση και για την ανταπόκριση που έχει, ότι περνούμε καιρούς, όπου ο λόγος υποχωρεί δραματικά. Όσα είδη, λοιπόν, βασίζονται στον λόγο, θα ακολουθήσουν τη μοίρα εκείνου. Χωρίς να θέλω να είμαι κασσανδρικός, νομίζω ότι κάπως έτσι θα γίνουν τα πράγματα. 

ΠτΘ: Συμμετείχατε στο 5ο Συμπόσιο Μεσογειακής Ποίησης με την ιδιότητα του ποιητή. Τι σας άφησε αυτή η συμμετοχή;
Γ.Β.:
 Μου άφησε μια εκπληκτική εντύπωση φιλοξενίας και οργάνωσης, η ο ποία δεν απαντά πουθενά στην Ελλάδα. 
Ίσως να σας φανεί υπερβολή, αλλά έχω λάβει μέρος σε πολλά τέτοιου είδους Συμπόσια – τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό - και μπορώ να σας βεβαιώσω ότι η αυταπάρνηση, η αυτοθυσία, η διακριτικότητα, η ευγένεια και η οργάνωση αυτού του Συμποσίου ήσαν υποδειγματικές, μέχρι σημείου που να εκπλήσσεται κανείς σε βαθμό που η έκπληξη μπορεί να λειτουργήσει και ως προσβολή. 

ΠτΘ: Τελειώνοντας θα ΄θελα να μου μιλήσετε για τον ρόλο της ποίησης, ακούστηκε ότι «η ποίηση αποτελεί γέφυρα συμφιλίωσης των λαών μεταξύ τους» και ότι μας φέρνει πιο κοντά. Ποια η γνώμη σας;
Γ.Β.: 
Αυτά είναι «παχιά» λόγια, δεν το πιστεύω αυτό. 
Ο κάθε ποιητής είναι μια ατομική περίπτωση και καταθέτει την ευαισθησία του, από εκεί και πέρα όποιος άνθρωπος εισπράξει κάποιο αισθητικό μήνυμα, αυτό είναι το μέγα κέρδος. 
Αυτά περί συμφιλίωσης λαών ας τα αφήσουμε στους πολιτικούς να τα λένε, να μην τα πιστεύουν και να μην τα πιστεύουμε και εμείς. 
Δεν γνωριστήκαμε ιδιαίτερα με τους άλλους ποιητές, αλλά αφουγκραστήκαμε τις ποιητικές φωνές κάποιων άλλων ανθρώπων από άλλους χώρους, άλλους τόπους. 
Για να συναντήσεις πραγματικά έναν άνθρωπο γνωρίζουμε όλοι μας πόσο δύσκολο είναι και πόσο επώδυνη πορεία χρειάζεται. 

ΠτΘ: Κύριε Βαρβέρη, σας ευχαριστούμε πολύ..
Γ.Β.:
 Κι εγώ σας ευχαριστώ. 


Καλπάνης Μπάμπης
Δημοσιεύτηκε στις 17-09-2002 στον "Παρατηρητή της Θράκης"

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου