Δευτέρα 18 Μαρτίου 2013

Βραβείο ποίησης στην Αλεξανδρουπολίτισσα Βάγια Κάλφα


Στην πρωτοεμφανιζόμενη ποιήτρια από την Αλεξανδρούπολη Βάγια Κάλφα για το βιβλίο της «Απλά Πράγματα» (εκδόσεις Γαβριηλίδης) θα απονεμηθεί το νεοσύστατο «Βραβείο Γιάννη Βαρβέρη» που θέσπισε η Εταιρεία Συγγραφέων το 2011, για πρωτοεμφανιζόμενο συγγραφέα.

Πρόκειται για ένα καινούργιο ετήσιο βραβείο το οποίο θεσπίστηκε στη μνήμη του ποιητή Γιάννη Βαρβέρη [1955-2011] και σκοπό έχει να αναδείξει τις σημαντικότερες νέες ποιητικές φωνές της χώρας.
Το βραβείο που θα απονεμηθεί φέτος για πρώτη φορά επιλέχτηκε ανάμεσα στα έργα ποιητών/τριών που εμφανίστηκαν το 2012. Το Βραβείο θα απονεμηθεί στις 20 Μαρτίου, στο πλαίσιο της «Διεθνούς Ημέρας Ποίησης», στο Θέατρο Εξαρχείων.
Αν και ζούμε σε μια δύσκολη εποχή, μια εποχή εξευτελισμού των πάντων, ίσως πολλοί θα έλεγαν μια «αντιποιητική» εποχή, ωστόσο υπάρχουν αρκετοί νέοι δημιουργοί που αντιστέκονται με τους στίχους τους και συνεχίζουν έντιμα και με οξεία άποψη να μεταφέρουν την αποτύπωση των συναισθημάτων, των σκέψεων και των στοχασμών τους στο χαρτί.
Μια τέτοια ελπιδοφόρα φωνή είναι και η ποιήτρια Βάγια Κάλφα, που στην ηλικία των 28 ετών κατάφερε να μας εκπλήξει ευχάριστα για την ωριμότητά της, την οπτική της και την ειλικρίνεια της ποίησής της. Μιας ποίησης ικανής να συνδυάσει το λυρισμό με τον ερωτισμό σε ένα αρμονικό αποτέλεσμα, διατηρώντας την οικονομία του λόγου.
Στην πρώτη της ποιητική συλλογή υπό τον τίτλο «Απλά πράγματα», η Βάγια Κάλφα συστήνεται στο αναγνωστικό κοινό πείθοντας μας ότι έχει μέλλον. Ποιήματα με ερωτική θεματική κατά βάση αλλά και ποιήματα αυτοαναφορικά, ως επί το πλείστον ολιγόστιχα. Ποιήματα που συνομιλούν με άλλες τέχνες όπως τη ζωγραφική, τη σκηνοθεσία αλλά και με ποιήματα άλλων μεγάλων ποιητών.
Λόγος μεστός νοημάτων, προσφέρει στον αναγνώστη όχι μόνο εικόνες, αλλά ιδέες που απευθύνονται περισσότερο στον νου παρά στο συναίσθημα.  Έντονη γραφή όπου αποτυπώνει βιώματα και συναισθήματα που κρύβουν μια "πηγαία" αυθεντικότητα καθώς τα ποιήματά της επικοινωνούν άμεσα με τον αναγνώστη.
Με τη Βάγια Κάλφα είχαμε τη χαρά να συνομιλήσουμε λίγες ημέρες πριν βρεθεί στην πρωτεύουσα για να παραλάβει το βραβείο της.

Βάγια Κάλφα: «Η ποίηση μου προσφέρει μία απόπειρα αποκατάστασης της σπασμένης συνέχειας και τάξης, μέσα μου κι έξω»

-Απέσπασες το νεοσύστατο «Βραβείο Γιάννη Βαρβέρη 2013» για πρωτοεμφανιζόμενο ποιητή. Τι σημαίνει για εσένα μια τέτοια διάκριση;
Βάγια Κάλφα: Ας πούμε πρώτα για ποίηση. Είχα μόλις επιστρέψει από το εξωτερικό, όπου σπούδαζα, και η επιστροφή μού είχε στοιχίσει πολύ. Όχι από ιδιοτροπία. Η κατάσταση στην Ελλάδα, για την οποία μόνο να υποψιαστώ μπορούσα απ' ό,τι διάβαζα και άκουγα από τον ξένο τύπο, με τσάκισε. Μέσα σε ένα χρόνο είδα μια άλλη Θεσσαλονίκη. Να περπατάς και να σφίγγεται η ψυχή σου. Δε λέω φυσικά ότι προ κρίσης τα πράγματα ήταν ιδανικά, ούτε ότι στην Αγγλία η κατάσταση είναι παραδεισένια. Θυμάμαι το "Τρίτο Στεφάνι" του Ταχτσή στο οποίο ο συγγραφέας, μέσω της ηρωίδας του, κάνει ένα σχόλιο το οποίο με κάνει να γελώ πολύ: συγκρίνοντας την κατάσταση στην Ελλάδα με αυτήν της Αγγλίας, την οποία η ηρωίδα θέλει πολύ να επισκεφτεί, φτάνει να πει κάτι του τύπου ότι “εκεί δεν υπάρχει σκόνη” ή ότι “η σκόνη είναι καλύτερη εκεί”! Δεν έχει να κάνει με κάτι τέτοιο αυτό που λέω. Η ανεργία, η φτώχεια γύρω μου και το γεγονός ότι επιστρέφοντας στην Αλεξανδρούπολη δεν είχα φίλους, μ' έκαναν να κλειστώ στο σπίτι για κανένα τρίμηνο, να παρακολουθώ ό,τι ανόητο υπήρχε στην τηλεόραση και να τρελαίνω το κεφάλι μου με ειδήσεις που αναιρούνταν ως το βράδυ. Μ' έσωσε η ποίηση: ήταν το μόνο που είχα τότε και από αυτήν πιάστηκα. Ταυτόχρονα την μισούσα, αν μπορώ να το πω έτσι. Την έβλεπα σαν απόδειξη της ήττας μου κι άλλοτε ως προσωπική νίκη. Δεν ξέρω τι ισχύει τελικά, τι είναι η ποίηση. Το βέβαιο είναι ότι πρόκειται για ανάγκη, η οποία με βοήθησε να την βγάλω καθαρή. Για μένα το ότι υπήρξε προσωπική σωτηρία μου η ποίηση -ως ανάγνωση, αλλά και ως γραφή: μιλάω για τα "Απλά Πράγματα" τώρα- αυτό μετράει πρώτα. Το ότι αυτό που με έσωσε εκδόθηκε και στη συνέχεια βραβεύτηκε μου δίνει παρόμοια χαρά με αυτήν που έχει κάποιος που έχει επιστρέψει από ένα δύσκολο ταξίδι και βρίσκει ανθρώπους που ενδιαφέρονται να ακούσουν τις περιπέτειές του και ίσως δεν αισθάνεται μόνος του πια.         

-Η ποιητική σου συλλογή «Απλά Πράγματα» κέρδισε τις καρδιές της κριτικής επιτροπής. Ποιο πιστεύεις ότι είναι το στοιχείο του βιβλίου που ακούμπησε περισσότερο την επιτροπή για το βραβείο; Θα ήθελα να μας μιλήσεις λίγο για το περιεχόμενο της ποιητικής συλλογής σου, η οποία είναι και το πρώτο συγγραφικό σου εγχείρημα στα γράμματα.
Πρώτα απ' ολα να πω ότι είναι τιμή μου που επιλέχτηκαν τα "Απλά Πράγματα" από μία κριτική επιτροπή την οποία σέβομαι και εκτιμώ βαθιά. Θα ήθελα να ευχαριστήσω θερμά την κυρία Χριστοδούλου, τον κύριο Παπαγεωργίου και τον κύριο Χατζόπουλο για την εμπιστοσύνη τους. Άλλη βαρύτητα αποκτά ένα βραβείο όταν δίνεται από ποιητές και άλλη από ακαδημαϊκούς, και δη, φιλολόγους. Τις τρέμω τις δάφνες των δεύτερων και ας μου συγχωρήσουν τη δυσπιστία- φιλολογία σπουδάζω και έχω εισπνεύσει ουκ ολίγες αναθυμιάσεις σε συνέδρια που υπόσχονταν φλόγα. 
Για το ποια στοιχεία της συλλογής ξεχώρισε η επιτροπή δεν είμαι σε θέση να πω (κάτι το οποίο σέβομαι πάντως είναι πως επιλέχτηκε το έργο μου, παρότι δεν έχει την κοινωνική διάσταση την οποία θα επιζητούσαν πιθανόν οι ακαδημαϊκοί και στην οποία, έχω την υποψία πως θα σκάλωναν να το βραβεύσουν), ούτε να αναφέρω τα στοιχεία που άρεσαν σε μένα ως αναγνώστη πια του έργου- θα ήταν αστείο. Θα δοκιμάσω, όμως, να κάνω μία μικρή παρουσίαση της συλλογής, η οποία εκδόθηκε από τον Γαβριηλίδη το Μάιο του 2012.
Η συλλογή περιέχει ποιήματα με ερωτική θεματική κατά βάση, αλλά και ποιήματα αυτοαναφορικά, ως επί το πλείστον ολιγόστιχα- θα βρείτε επίσης και ένα πεζό ποίημα που αγαπώ. Τα περισσότερα είναι γραμμένα το 2010, υπάρχει ένα ποίημα του 2008, λίγα του 2009 και κάποια πιο πρόσφατα, του 2011. Είναι ποιήματα με αυτοβιογραφικές αναφορές, σαφώς, αλλά αυτές έχουν "αλλοιωθεί", όπου χρειάζεται, μέσα από τη φαντασία, τη μνήμη και τη λήθη και θέλω να πιστεύω ότι ξεφεύγουν από το προσωπικό εγώ μου και "αντικειμενοποιούνται"- αυτό είναι πάντα ένα στοίχημα που πρέπει να κερδηθεί. Άλλα συνομιλούν με τη ζωγραφική, τη σκηνοθεσία, με ποιήματα ποιητών που αγαπώ, ενώ βασίζονται σε λίγα υλικά. Η συλλογή ονομάζεται "Απλά Πράγματα" και ο τίτλος είναι παρμένος από ομώνυμο ποίημα. Στόχος μου σε αυτό το πρώτο βιβλίο ήταν να βρω (ή να πλησιάσω κοντά) σε έναν δικό μου, διακριτό τρόπο γραφής (παρά τις όποιες επιρροές που έχω δεχτεί συνειδητά κι ασυνείδητα και τα κοινά που ενδεχομένως εμφανίζω τυχαία με άλλους δημιουργούς), έναν τρόπο πυκνό, καίριο κι ελλειπτικό. Αν το έχω πετύχει και σε ποιο βαθμό δεν έχω απάντηση. Οπωσδήποτε βλέπω κάποιες αστοχίες τώρα, που έχει "κρυώσει" το υλικό, αλλά νομίζω ότι λίγο πολύ οι περισσότεροι αισθανόμαστε κάπως αμήχανα με το πρώτο βιβλίο, ίσως να θέλουμε να πάρουμε κάποια πράγματα, ή όλο το έργο, πίσω, αλλά καταλαβαίνει κανείς τελικά ότι είναι το πρώτο αναγκαίο βήμα, ώστε να συνεχίσεις παραπέρα.   
 -Πώς άρχισε το ταξίδι σου στον κόσμο της ποίησης; Στάθηκε κάτι η αφορμή;
Από πολύ μικρή ήξερα ότι θα κάνω κάτι στη ζωή μου που θα έχει να κάνει με τη γλώσσα. Δεν ήξερα τι ακριβώς και με δυσκόλεψε πολύ να το βρω. Ξεκινούσα να γράφω κάτι σαν ημερολόγιο, κάθε φορά όμως γύριζε σε κάτι άλλο, κάτι λίγο μυθοπλαστικό, λίγο θεατρικό, λίγο ποιητικό, κάτι λίγο απ' όλα και τίποτα. Όταν ήμουν φοιτήτρια στην Κομοτηνή άρχισε να παίρνει σιγά-σιγά μορφή αυτή η ανάγκη. Μία επέμβαση που με ανάγκασε να χάσω ένα σημαντικό μέρος αυτού που πρέπει να ήταν φοιτητική ζωή και από την άλλη μου άφησε πολύ χρόνο με τον εαυτό μου, με έκανε να γράψω πολύ και να διαβάσω περισσότερο. Το ένα διάβασμα με πήγαινε στο άλλο και κάπως έτσι συνεχίζεται. Φυσικά, τα ξύπνησε όλα ο έρωτας.  
-Ποιο είναι το πρώτο λογοτεχνικό βιβλίο που σου μετέδωσε το ρίγος της λογοτεχνικής απόλαυσης; Εσύ ως αναγνώστρια τι διαβάζεις;
Θυμάμαι ποιήματα, κεφάλαια, χωρία, αλλά όχι βιβλία συνολικά. Και είναι λογικό. Δεν μπορεί ένα βιβλίο να είναι στο ίδιο επίπεδο σε όλη του την έκταση: θα ήταν βαρετό. Και περισσότερο θυμάμαι ό,τι με έσωσε, όχι ό,τι απόλαυσα αισθητικά- το δεύτερο συχνά καίγεται στη δεύτερη ανάγνωση. Ευτυχία βέβαια είναι όταν αισθητική και σωτηρία συνδυάζονται. Διαβάζω ό,τι με κρατά. Ποίηση κυρίως γι αυτό το "ακαριαίο" που έχει, που σε μετατοπίζει αλλού. 
-Η Ποίηση είναι κατασκευή στην ουσία ; Σαφώς και υπάρχει η έμπνευση ως πρώτο υλικό, όμως αυτή- ίσως- δεν είναι αρκετή, καθώς χρειάζεται περαιτέρω επεξεργασία για τη δημιουργία ενός ποιήματος. Αλήθεια, τα ποιήματα πώς γράφονται; Με ποια υλικά;
Δεν πιστεύω στην έμπνευση, με την έννοια της μούσας που επισκέπτεται τους εκλεκτούς της και μάλιστα όποτε εκείνη θέλει. Η ποίηση είναι μορφή και περιεχόμενο. Επιβάλλεται, πρώτα απ' όλα, να υπάρχει κάτι που πρέπει να ειπωθεί και αυτό δε μπορεί να είναι κάτι ανώδυνο. Πρέπει να σου έχει φάει τα σωθικά για να αποτυπωθεί στην ένταση του με τρόπο διαφανή, τέτοιο που να εξαφανίζει τα ίχνη της προσπάθειας που προηγήθηκε και να μην αφήνει χρόνο και χώρο γι ακκισμούς. Οπωσδήποτε, προηγούνται πολλά σκισίματα και πολλές γραφές προκειμένου να πάρει μία μορφή ικανοποιητική η σύλληψη, ακόμα και στο πιο "αυθόρμητο" ποίημα ή σε αυτό στο οποίο η σύλληψη έχει προηγηθεί της βίωσής της. Γραφές και σκισίματα, λοιπόν, όχι απαραίτητα απτά, αλλά και εσωτερικά. Το ποίημα είναι μία διαδικασία εν προόδω. Ακόμη και όταν έχεις καταγράψει αυτό που πίστευες ότι ήθελες να πεις εκείνη τη στιγμή, εκείνο επανέρχεται αργότερα με άλλη μορφή και άλλους τρόπους. Και τότε είναι που πρέπει να γίνεις σκληρός και να διαλέξεις ποιο από όσα έγραψες θα κρατήσεις, "θυσιάζοντας" για χάρη του ενός τα προηγούμενα δέκα. Εκεί θεωρώ πως βρίσκεται η ωρίμανση: στην αφαίρεση. Λένε ότι σε όλη μας τη ζωή γράφουμε τελικά το ίδιο ποίημα. Είναι μία φράση στην οποία συχνά επανέρχομαι. 
Όσο για τα υλικά της ποίησης; Πρώτα απ' όλα η γλώσσα. Το ιερότερο και το πιο δύστροπο εργαλείο που υπήρξε ποτέ. Έπειτα, ο κόσμος: η ποίηση είναι οδυνηρά παντού- αν δεν την βλέπουμε, έλεγε ο Ρίλκε, φταίει η δική μας ανεπάρκεια. Μετά, εμείς και το πώς μεταβολίζουμε την εμπειρία του κόσμου μέσω της γλώσσας. Και φυσικά, ο θάνατος που διατρέχει τα πάντα: η ποίηση γράφεται με τα υλικά της απουσίας.   
- Είχα τη χαρά και την τύχη να γνωρίσω τον ποιητή, Γιάννη Βαρβέρη, στο περιθώριο του Συμποσίου Μεσογειακής Ποίησης στην Καβάλα. Σε συνέντευξη που του είχα κάνει τότε (17-09-2002, Παρατηρητής της Θράκης) του είχα θέσει το ερώτημα : "Τι σας προσφέρει, κύριε Βαρβέρη, η ποίηση ;" και μου απάντησε: "Φαντάζομαι ορισμένες στιγμές ικανοποίησης που κάνουν, όπως λέει ο Καβάφης, «να μη νοιώθεται η πληγή», και ακόμη - γιατί να το κρύψουμε; - την ικανοποίηση μιας ανθρώπινης ματαιοδοξίας". Το ερώτημα μου είναι: τι προσφέρει η ποίηση σ' εσένα, σ' έναν νέο άνθρωπο σήμερα και πως νιώθεις για το βραβείο που θα λάβεις και φέρει το όνομα αυτού του σπουδαίου ποιητή;
Την χάρηκα αυτή τη συνέντευξη. Στάθηκα στο σημείο όπου τον ρωτάτε αν και κατά πόσο η ποίηση μπορεί να αποτελέσει "γέφυρα συμφιλίωσης μεταξύ των λαών". Μεταφέρω την απάντησή του: "Αυτά είναι 'παχιά' λόγια, δεν το πιστεύω αυτό. Ο κάθε ποιητής είναι μία ατομική περίπτωση και καταθέτει την ευαισθησία του, από εκεί και πέρα όποιος άνθρωπος εισπράξει κάποιο αισθητικό μήνυμα, αυτό είναι το μέγα κέρδος. Αυτά περί της συμφιλίωσης των λαών, ας αφήσουμε τους πολιτικούς να τα λένε, να μην τα πιστεύουν και να μην τα πιστεύουμε κι εμείς."
Νομίζω ότι λέει αρκετά για τα όρια της ποίησης. Όπως επίσης και ότι ο ποιητής δεν είναι αφελής, ώστε να πιστέψει πως είναι επιφορτισμένος με το έργο των πολιτικών κι ούτε τελικά να φορτωθεί την ενοχή της αποτυχίας άλλων. Φυσικά και δεν είναι ευθυνόφοβος, κάθε άλλο, ξέρει όμως πως αν πετύχει κάτι, να αγγίξει κάποιον, αυτό θα γίνει σε μία συνάντηση των δυο τους: ποιητή και αναγνώστη, οι οποίοι θα αναγνωριστούν από τις ίδιες πληγές τους. Γιατί ο ποιητής δε θέλει να χειραγωγήσει, δε θέλει να σέρνει από πίσω του πλήθη που τον επευφημούν, ψάχνει και ο ίδιος, δεν υπόσχεται. Πρακτικά, η ποίηση δεν προσφέρει τίποτα. Δεν δίνει λύσεις, μάλλον δείχνει την απουσία τους. 
Σχετικά με το τι ψάχνω από την ποίηση, ψάχνω να καταλάβω, μέσω των προηγούμενων ποιητών, το χθες, και ως άνθρωπος του σήμερα, μέσω των σημερινών και της δικής μου σχέσης με τη γραφή, το τώρα. Αυτό μου προσφέρει η ποίηση: μία απόπειρα αποκατάστασης της σπασμένης συνέχειας και τάξης, μέσα μου κι έξω. Είναι μία ανάγκη να γνωρίσω: εμένα, τον άνθρωπο, τα πάθη και τους τρόμους του και να συνομιλήσω. Παρηγοριά δεν ξέρω αν είναι, νομίζω πως με την ποίηση νοιώθεται παραπάνω η πληγή, στιγμές ικανοποίησης οπωσδήποτε δίνει, ματαιοδοξία σαφέστατα ενέχει.  
Όσο για το βραβείο, δεν θέλω να το βλέπω έτσι. Το να φέρω δίπλα βραβείο και το όνομα του ποιητή θα ήταν βέβαιη κρεμάλα. Από τη στιγμή που θα τελειώσει η βραδιά, θα πάει στην άκρη.


" (..)Τώρα οι στίχοι - τους νιώθεις - / Καρφώνονται / Κι ο αντίλαλός τους μέχρι πέρα ηχεί / Για να ταράξεις/ Την ερημιά/ Να την υπογραμμίσεις / Ή να την συνοδέψεις απλά / Ως την έξοδο / Γι' αυτό γράφεις"
"(…)Γι' αυτό γράφω/ Να μου θυμίζω πως υπήρξες / Δε σε φαντάστηκα"

-Αποσπάσματα από τα ποιήματα "Συνέντευξη" και “Δε σε φαντάστηκα”. Όσα περιγράφονται σ’ αυτά,  απαντούν και στο ερώτημα γιατί γράφεις;
Γράφω γιατί δε γίνεται αλλιώς. Γιατί και σωματικά δεν είμαι καλά αν δεν δώσω μορφή σε αυτό που συμβαίνει στην επαφή μου με τον κόσμο. Είναι μία αίσθηση ναυτίας, σα να λιώνουν οι μορφές και τα περιγράμματα το ένα μέσα στο άλλο και να χάνομαι. Όταν συμβαίνει αυτό, πρέπει να τακτοποιήσω τον κόσμο μου. Περισσότερο με αυτό έχει να κάνει νομίζω, με την ανάγκη να μπει μία πρόσκαιρη (αλλά όχι πρόχειρη) τάξη που θα φέρει με τη σειρά της μία απελευθέρωση και κάποια ηρεμία, αλλά όχι λύτρωση. Η μοναξιά και η ανάγκη να σώσεις κάτι από τη λήθη πάνε μετά.


"Γιατί το ξέρεις καλά/ Κι αν λίγο δεν είναι / Δεν είναι και πολύ/ Το πρώτο σκαλί, Ευμένη"
(«Το πρώτο σκαλί», Βάγια Κάλφα)
“Κι αν είσαι στο σκαλί το πρώτο, πρέπει/ νάσαι υπερήφανος κ’ ευτυχισμένος./ Εδώ που έφθασες, λίγο δεν είναι·/ τόσο που έκαμες, μεγάλη δόξα./ Κι αυτό ακόμη το σκαλί το πρώτο / πολύ από τον κοινό τον κόσμο απέχει”.
(«Το Πρώτο Σκαλί», Κ.Π. Καβάφης)

-Για σενα το πρώτο σκαλί «δεν είναι και πολύ» όμως, για τον Καβάφη «κι αυτό ακόμη το πρώτο πολύ από τον κοινό τον κόσμο απέχει».
Στο ποίημα "Το Πρώτο Σκαλί" του Καβάφη, ο νέος ποιητής Ευμένης, πλησιάζει τον ποιητή Θεόκριτο και του παραπονιέται ότι πέρασαν δύο χρόνια από τότε που ξεκίνησε να γράφει και, ωστόσο, δεν έχει καταφέρει να δημιουργήσει κάτι άρτιο, πέρα από ένα ειδύλλιο. Παραλληλίζοντας την πορεία του ποιητή προς την Ποίηση με μία σκάλα την οποία έχει να ανέβει κανείς, ο Θεόκριτος συμβουλεύει τον Ευμένη να του αρκεί που κατάφερε να ανέβει το πρώτο σκαλί, και μάλιστα να είναι περήφανος γι αυτό και ευτυχισμένος, γιατί το πρώτο σκαλί, όπως λέει, "λίγο δεν είναι"- τον ξεχωρίζει από τον "κοινό κόσμο". (εδώ να σημειώσω πως η φράση ο "κοινός κόσμος" στο λαιμό μού στέκεται).
Το συγκεκριμένο ποίημα άρχισε να βαραίνει μέσα μου την περίοδο που παρακολουθούσα ένα σεμινάριο δημιουργικής γραφής στην Αθήνα. Θυμάμαι ότι πήγαινα κάθε φορά, δωδεκάωρο σχεδόν ταξίδι με το τρένο, τις ωραίες εποχές που υπήρχε απευθείας γραμμή Αλεξανδρούπολη- Αθήνα, πιστεύοντας ότι έχω γράψει το συγκλονιστικότερο ποίημα που γράφτηκε ποτέ και το κοιτούσα και το ξανακοιτούσα περήφανη, μέσα στον εφηβικό σολιψισμό μου, και φανταζόμουν στόματα να χάσκουν, μάτια εκστατικά να κρέμονται από κάθε στίχο μου (!) και κάθε φορά, συζητώντας με τον δάσκαλο και με τα άλλα παιδιά στο τμήμα, επέστρεφα με την πικρή αίσθηση της ερήμου. Βάρβαρη η εναλλαγή στα δύο άκρα. Ο δάσκαλος για να μας ενθαρρύνει εστίαζε στην πρόοδο που κάναμε βδομάδα τη βδομάδα, πιασμένος από έναν στίχο, μία απρόσμενη λέξη, μία παρ' ολίγον εικόνα. Με μια πιο ψύχραιμη ματιά, ωστόσο, καταλάβαινες πως ήταν μακρύς κι απόκρημνος ο δρόμος και η ποίηση στο τέλος-τέλος μπορεί να μην υπήρχε για σένα.
Τότε προσπαθούσα να με πείσω ότι μία μικρή πρόοδος -και η πιο ελάχιστη- είναι αρκετή, προσπάθεια από την αρχή καταδικασμένη. Θύμωνα με αυτό το ποίημα. Το έβλεπα κάτι σαν παρηγοριά στον άρρωστο, κάτι βαθιά υποτιμητικό και στην πιο αγνή φιλοδοξία. Βέβαια, υπάρχει αγνή φιλοδοξία; Ως ποιο σημείο δικαιούται κανείς να είναι φιλόδοξος; Λίγο η ανατολίτικη ενοχή που μας κατατρύχει ως έθνος, λίγο τα κατάλοιπα του κατηχητικού (σκέφτομαι τον Χριστιανόπουλο αυτή τη στιγμή και χαμογελώ), λίγο το ότι είμαστε Έλληνες και το τετράπτυχο "ύβρις- άτη- νέμεσις- τίσις" είναι βαθιά ριζωμένο στο υποσυνείδητό μας, λίγο η ιστορία και το φύλο, λίγο ο "φόβος του επαρχιωτισμού" που έλεγε και ο Βαγενάς, ο οποίος λίγο πολύ θεωρώ ότι υπάρχει στην περιφέρεια (ειδικά όταν είναι παραμελημένη- αλλά αυτό είναι ένα άλλο θέμα): αυτά από τη μία και η πραγματικότητα γύρω μου -η ανεργία, η φτώχεια, οι αυτοκτονίες, η απομυθοποίηση θεσμών και ανθρώπων- από την άλλη, ένιωσα να με στήνουν στον τοίχο, όπως ένα δειλό παιδί δύο νταήδες που το απειλούν να πάρει μια απόφαση για την επιβίωσή του εδώ και τώρα. Προχωράς ή όχι; Ή, αν θέλετε, έχει νόημα όλο αυτό; Και φυσικά ακολουθεί μεγάλη αλυσίδα συνειρμών- όχι απαραίτητα δεμένη.
Αν πάρεις την απόφαση να προχωρήσεις, θεωρώ πως στόχος σου είναι πας όσο μακρύτερα (ή όσο βαθύτερα) γίνεται και είναι ειλικρινές να το πεις. Δε σου αρκεί να δεις έναν σταθμό- θα ήταν πολύ χλιαρό κάτι τέτοιο για κάτι που καίει, όπως η ποίηση (με "π" μικρό). Φανταστείτε κάποιον που υποψιάζεται πως κάτι γίνεται πίσω από μία κλειστή πόρτα: δε θα θελήσει να μπει; Θα αρκεστεί σε ένα κρυφοκοίταγμα και στα πρώτα περιγράμματα που θα πιάσει το μάτι του; Ό,τι αρπάξουν οι αισθήσεις του δε θα τον πυρπολήσει;       


-Στα “απλά πράγματα” τελικά κρύβεται όλη η αλήθεια του κόσμου ετούτου; Μήπως εμείς κάνουμε τα πράγματα δύσκολα; Ένας από τους κορυφαίους Έλληνες ποιητές μας, ο Γιάννης Ρίτσος, μιλώντας για την απλότητα είχε πει: "H ουσία των πραγμάτων βρίσκεται στην απλότητα και συνήθως το αντιλαμβανόμαστε σχεδόν πάντα αργά, απορροφημένοι στην πολυπλοκότητά μας."
Πιστεύω στη δύναμη που έχει η απλότητα να αφοπλίζει. Περνάμε τόσο χρόνο εφευρίσκοντας προσωπεία κι αλήθειες κι έπειτα τρόπους για να τα φοράμε, που τελικά δεν προλαβαίνουμε να ζήσουμε. Ή είμαστε τόσο εξουθενωμένοι από την υπερπροσπάθεια, ώστε δεν μας νοιάζει καν η συνέχεια. Μου θυμίζουμε μια ωραία γυναίκα που πασχίζει ολόκληρο το Σάββατο να γίνει ακόμη πιο ωραία: ντύνεται, χτενίζεται, αρωματίζεται, δοκιμάζει χειρονομίες, πόζες και λέξεις και τελικά, περνάει το βράδυ κλεισμένη στο σώμα της, μήπως εξαπατηθεί- στο βάθος, γιατί γνωρίζει ότι η ίδια εξαπατά.  
Όμως, δεν πιστεύω ότι η πολυπλοκότητα έχει να κάνει μόνο με την ανάγκη να φανούμε, αλλά και με τον τρόμο του μετά. Σκεφτόμαστε, δηλαδή, για να θυμηθούμε και πάλι τον Καβάφη: κι αν πω την αλήθεια μου και βρεθώ κατευθείαν εκεί που θα ήθελα, τι μένει να περιμένω; Η πολυπλοκότητα και οι ελιγμοί ίσως να είναι, τελικά, ένα παιδικό -κι αθώο- τέχνασμα να παρατείνεις την αγωνία σου, να κρατήσεις το ενδιαφέρον σου που ξέρουμε πόσο εύκολα πληγώνεται από βιασύνες και ευκολίες. Αυτού του είδους η πολυπλοκότητα με ενδιαφέρει: είναι μέρος της αλήθειας και της τραγικότητας του ανθρώπου, τον κάνει μεγάλο μέσα στην μικρότητά του. Ο εστετισμός και η επιτήδευση με απωθούν, όπως κάθε παιγνίδι εξουσίας. 
-Θα μας εμπιστευτείς τα σχέδια σου για το μέλλον;
Είναι λίγο άβολη αυτή η ερώτηση, να μιλάς για επαγγελματικά σχέδια και προοπτικές σε αυτή τη δύσκολη κατάσταση, πρωτίστως κοινωνικο-πολιτική κι αναπόφευκτα οικονομική, την οποία διανύουμε. Παρ' όλα αυτά, σε ό,τι αφορά την ποίηση, θέλω να πιστεύω ότι ολοκληρώνω σύντομα την δεύτερη ποιητική συλλογή μου. Σύντομα, επίσης, εύχομαι να ολοκληρώσω τη μεταπτυχιακή μου διατριβή και να δω ποιες προοπτικές μπορούν να μου ανοιχτούν έπειτα για παραπάνω έρευνα στον κλάδο της Φιλολογίας. Αν εξαρτιόταν αποκλειστικά από μένα, θα ταξίδευα. Πολύ.  

Λίγα λόγια για τη Βάγια
Η Βάγια Κάλφα γεννήθηκε στην Αλεξανδρούπολη το 1984. Είναι απόφοιτη του τμήματος Ελληνικής Φιλολογίας του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης (Νεοελληνική Ειδίκευση). Ολοκληρώνει τη μεταπτυχιακή της διατριβή στο Κέντρο Βυζαντινών, Οθωμανικών και Νέων Ελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου του Μπέρμιγχαμ και είναι φοιτήτρια του τμήματος Φιλοσοφικών και Κοινωνικών Σπυδών του Πανεπιστημίου Κρήτης. Η πρώτη της ποιητική συλλογή "Απλά Πράγματα" εκδόθηκε το Μάιο του 2012 από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη.

* Απονομή του «Βραβείου Γιάννης Βαρβέρης»
Η απονομή του βραβείου στη Βάγια Κάλφα, θα γίνει στο Θέατρο Εξαρχείων, Θεμιστοκλέους 69, την Τετάρτη 20 Μαρτίου, στις 7.30 μ.μ., στο πλαίσιο των εκδηλώσεων για την «Ημέρα Ποίησης».
Ποιήματά τους θα διαβάσουν τόσο η βραβευμένη ποιήτρια όσο και οι ποιήτριες και οι ποιητές που ήσαν υποψήφιες/οι στη βραχεία λίστα.
Οι ηθοποιοί Αννίτα Δεκαβάλλα και Τάκης Βουτέρης θα διαβάσουν ποιήματα του Γιάννη Βαρβέρη.
Η εκδήλωση θα κλείσει με παλιά τραγούδια που θα τραγουδήσει ο Θάνος Πολύδωρας και θα τον συνοδεύσει στο πιάνο ο Δαυίδ Ναχμίας.
*Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης & Νέοι ποιητές στη Δημοτική Βιβλιοθήκη του Πειραιά
Το περιοδικό Μανδραγόρας και η Δημοτική Βιβλιοθήκη Πειραιά με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης διοργανώνουν βραδιά Ποίησης με θέμα: «Ούτε αυτή η εποχή είναι εποχή για ποίηση».
Την Πέμπτη 21 Μαρτίου, στις 7.30 μ.μ. στη Δημοτική Βιβλιοθήκη του Πειραιά (Ελευθερίου Βενιζέλου 22 & Κολοκοτρώνη).
Το ποιητικό τους στίγμα δίνουν οι ποιητές των νέων γενιών, μεταξύ των οποίων και η Βάγια Κάλφα (14 ποιήτριες και 18 ποιητές).

Μπάμπης Καλπάνης


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου