Σάββατο 5 Απριλίου 2014

Αλεξανδρούπολη: η πόλη του φάρου στην εποχή της «νονάς» Μέρκελ

Καθώς μεγαλώνει η μέρα και μυρίζει φευγιό αποζητούσα τις τελευταίες μέρες μια μικρή απόδραση από τη βασανιστικά αφόρητη καθημερινότητα της Κομοτηνής.  «Η Αλεξανδρούπολη αγαπά την άνοιξη», σκέφτηκα κι έσπευσα να επισκεφτώ μετά από πολύ καιρό τη γειτονική πόλη που πάντα αποτελεί την πιο κοντινή διέξοδο όταν η «χαμηλοτάβανη» μέσα στη γούβα Κομοτηνή κοντεύει να με πλακώσει.  Ιδανική εποχή για βόλτες και ιδανικές μέρες και νύχτες στην Αλεξανδρούπολη για να σουρτουκεύεις, όπως λέμε εδώ στη Θράκη.
Η Αλεξανδρούπολη έχει ορίζοντα. Ανοιχτό. Όσο απλώνεται το Θρακικό πέλαγος. Από την Αίνο μέχρι τον Άθω. Και το γαλάζιο όραμα της Σαμοθράκης απέναντι… Η παραλία της είναι η βιτρίνα της. Η έξοδος που της επιτρέπει να αναπνέει, να περπατάει, να ονειρεύεται, να ερωτεύεται, να ξεφεύγει και να σχεδιάζει ταξίδια του νου. Το χειμώνα η ομίχλη θολώνει την εικόνα της σαν δαντελένιο βέλο και το καλοκαίρι τα άστρα της στολίζουν τα λυτά της μαλλιά.
Έξι η ώρα το απόγευμα κι ακόμη ο ήλιος βολτάρει στον ουρανό… Η Άνοιξη που μόλις αφίχθηκε από το αεροδρόμιο «Δημόκριτος» κάθεται και ρεμβάζει στα παγκάκι του Φάρου, φοράει εκείνο το floral φόρεμα που της έκανε δώρο ο βαρύς εβρίτικος Χειμώνας. Ο Φάρος αποτελεί το ορόσημο, το σήμα κατατεθέν της πόλης. Το απόγευμα έχει σιροπιάσει και η πόλη ακούει τους χτύπους των ανθρώπων που ξεχνούν για λίγο το χρόνο που περνά και βγαίνουν βόλτα κάτω από το άγρυπνο βλέμμα του Φάρου.

Τα έργα επί της παραλιακής οδού Απολλωνιάδος, από το ύψος του Δημοτικού Σταδίου έως το κτίριο της Αργούς, μαρτυρούν πως η ανάπλαση της έχει ξεκινήσει. Η παραλιακή λεωφόρος  αποτελεί  κέντρο περιπάτου όλων των κατοίκων και των επισκεπτών της πόλης. Ποδηλάτες, ψαράδες, φοιτητές, φαντάροι, ζευγάρια που ατενίζουν με αισιοδοξία το μέλλον αλλά και ηλικιωμένοι που βλέπουν το χθες με νοσταλγία βρίσκονται εκεί. Κι ενώ στην Κομοτηνή μαίνεται η μάχη του ποδηλατόδρομου, στην Αλεξανδρούπολη το ποδήλατο έχει προτεραιότητα!
Εκατοντάδες άνθρωποι περπατούν, τρέχουν, ποδηλατούν, πατεράδες σέρνουν καρότσια με μωρά, παιδιά και μεγάλοι κάνουν βόλτα, βγάζουν περίπατο τα σκυλιά τους, συζητούν, θυμούνται, σχεδιάζουν το αύριο, αναθεωρούν παλιότερες αποφάσεις τους ή απλώς χαλαρώνουν. Μικροί και μεγάλοι κάνουν τζόκινγκ στο πάρκο Εγνατία, μια μόνιμη εικόνα που αντικρίζει κανείς καθώς εισέρχεται στην πόλη. Από την άλλη τα παγκάκια του πάρκου δίπλα στην Αργώ είναι μονίμως κατειλημμένα από συνταξιούχους που οργανώνουν τα δικά τους τουρνουά: τάβλι, σκάκι , χαρτιά και ντόμινο! Το παιχνίδι είναι ο μόνος τρόπος να ξεχαστούν από τα προβλήματά τους.
Τώρα που ανοίγει η μέρα σαν τεράστια αγκαλιά ακούς από παντού φωνές και γέλια. Ο καιρός πλέον απαιτεί παραλία. Τα παιδιά παίζουν στα πάρκα, ένας πιτσιρικάς εξομολογείται στον παππού πως έφαγε το πρώτο του παγωτό με γεύση καζάν ντιπί.
Τα σύνορα στα ανατολικά έρχονται να θυμίσουν ότι δεν υπάρχει καμιά περίπτωση διαφυγής από την πραγματικότητα ούτε κι από δω. Τουρίστες της Μαύρης Θάλασσας αλλάζουν τον αέρα τους, νιώθοντας την αύρα του Θρακικού πελάγους. Η υγρασία περονιάζει ή καθηλώνει, ανάλογα με την εποχή, κι ο ήλιος γίνεται εναλλάξ ζωοδότης και τύραννος.
Ήχοι απλώνονται παντού. Ο παφλασμός των μικρών επαναλαμβανόμενων σονέτων της ακτής. Το σφύριγμα του τραίνου και ο βραχνός φθόγγος από τα ψαροκάικα. Στην άκρη του Αιγαίου δεκάδες γλάροι αποχαιρετούν στο λιμάνι το ΣΑΟΣ που σαλπάρει για τη νήσο. Μικρά καΐκια και μεγάλες τράτες πλάι στα σύγχρονα σκάφη αναψυχής. Νεαρά παιδιά μαθαίνουν ιστιοπλοΐα στον Ναυταθλητικό Όμιλο. Η απογευματινή δημοπρασία των ψαράδικων που φτάνουν με γεμάτα αμπάρια στο λιμάνι θυμίζει λίγο τον πρότερο βίο της πόλης.
Από τη μια η θάλασσα και από την άλλη τα δεκάδες καφέ με τις ταβέρνες, όλα τους αραδιασμένα στη σειρά.  Οι μυρωδιές των φαγητών έχουν κατακλύσει την παραλιακή λεωφόρο. Λογιών λογιών φαγητά απλώνονται στα τραπέζια και τα εβρίτικα κελάρια ρέουν άφθονα.
Φοιτητές από τα τέσσερα Τμήματα του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης (Ιατρικής, Μοριακής Βιολογίας & Γενετικής, Παιδαγωγικό Δημοτικής Εκπαίδευσης, Επιστημών της Εκπαίδευσης στην Προσχολική Ηλικία) δίνουν νεανικό παλμό στην πόλη και γεμίζουν την πολύβουη Λεωφόρο Δημοκρατίας με τα καφέ μπαρ και τα νέα hot spot στα μικρά στενά και τους αναρίθμητους πεζοδρόμους.
Η Αλεξανδρούπολη ψάχνει να βρει το βηματισμό της μέσα από παλιές και νέες γειτονιές και ανάμεικτα συναισθήματα. Τα μικρά παλιά σπίτια με τις όμορφες αυλές, όλο και πιο δυσεύρετα πια, θυμίζουν τον ημιαστικό, αγροτικό χαρακτήρα του παρελθόντος. Το Καπνομάγαζο μαραζώνει και ο Γαλλικός σταθμός  ξυπνά θύμησες στους παλιούς.  Το πάρκο Παρμενίωνα περιμένει να αναδειχτεί και οι άδειες Αποθήκες στο λιμάνι περιμένουν να αξιοποιηθούν…
Τα στρατόπεδα στην άκρη της πόλης και τα χακί παντελόνια απλωμένα στα μπαλκόνια μας υπενθυμίζουν πως οι φαντάροι και οι μόνιμοι του στρατού αποτελούν κι αυτοί ζωντανό και αναπόσπαστο μέρος της πόλης. Άλλωστε ολόκληρος ο Έβρος είναι ένα μεγάλο στρατόπεδο. «Επιτέλους επιστροφή στον πολιτισμό, έφαγα φρίκη στην Πλάτη και τον Λαγό» σχολιάζει νεαρός στρατιώτης, για να λάβει την απάντηση από έναν άλλον της σειράς του, «μη μιλάς καθόλου, τι να πω κι εγώ που ήμουν στα Ρίζια;»

Τα πιο ενδιαφέροντα πράγματα στην πόλη τα πιάνεις με την άκρη του ματιού. Υπάρχουν φλέβες και νευρώνες κάτω από μια φαινομενική ακινησία. Υπάρχουν ευτυχώς ακόμα κάποιοι άνθρωποι με όραμα που  δίνουν χαρακτήρα και στίγμα στην Αλεξανδρούπολη. Οι δημιουργικές παρέες και μονάδες που προσπαθούν να σπάσουν το βαλτώδες απόστημα της παρακμής. Άνθρωποι αφοσιωμένοι στις πολυποίκιλες πτυχές του πολιτισμού που δημιουργούν τους μικρούς θύλακες-θαύματα στην περιφέρεια. Θαύματα ικανά να αναστήσουν μια πόλη που ασφυκτιά από τη μυρωδιά της επαρχιωτίλας.
Το Εθνολογικό Μουσείο Θράκης, αποτελεί έναν τέτοιο θύλακα πολιτισμού και τεχνών βασισμένος στο φωτεινό πνεύμα και τους ανοιχτούς ορίζοντες μιας αφοσιωμένης γυναίκας, της Αγγελικής Γιαννακίδου, που εμμένει σχολαστικά στη διάσωση, τη διάδοση και την ανάδειξη του πολιτιστικού πλούτου και του λαϊκού πολιτισμού της Θράκης. Διοργανώνοντας κάθε χρόνο τα επιτυχημένα από κάθε άποψη δημιουργικά εργαστήρια για παιδιά, εφήβους και ενήλικες, πρωτοστατεί για ακόμη μια φορά με τη δημιουργία μιας περφόρμανς με έντονο εικαστικό χαρακτήρα βασισμένου στην τοπική ιστορία και με στόχο την ενεργό συμμετοχή των ανθρώπων που ζουν και εργάζονται στην πόλη.
Άλλο ένα παράδειγμα είναι και η Κινηματογραφική Λέσχη (Κ.Λ.Α.) της πόλης, από τις πρώτες που φιλοξένησε και συνεχίζει – ταινίες και ντοκιμαντέρ του Φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης καθώς κι εκείνο των Ταινιών Μικρού Μήκους της Δράμας, μύησε μικρούς και μεγάλους στον ευρωπαϊκό κινηματόγραφο με υπέροχα αφιερώματα σε μεγάλους σκηνοθέτες και ταινίες σταθμούς της έβδομης τέχνης. Ψυχή της Λέσχης, η αεικίνητη Κούλα Καφετζή, που η φλόγα της δημιουργικότητας της συνεχίζει και μέσα από το νέο χώρο του Καφέ-βιβλιοπωλείου «+ βιβλία Καφετζή» στην Οδό Εμπορίου, ένας χώρος που έχει γίνει το νέο στέκι για τους βιβλιόφιλους της πόλης και που διοργανώνει ξεχωριστές εναλλακτικές λογοτεχνικές και μουσικές βραδιές.
Σ’ αυτούς θα πρέπει να προσθέσουμε και τη σπουδαία ζωγράφο Σύνη Αναστασιάδη και τον υπέροχο εικαστικό της χώρο που δημιούργησε με το μεράκι της, την «Αίθουσα ΣΥΝΗ» στην Παλαγία Αλεξανδρούπολης.  Καθώς επίσης και την «Art gallery» της ζωγράφου Αθανασίας Πεφτουλίδου στην οδό Σκρά, ένας ξεχωριστός και ιδιαίτερα προσεγμένος χώρος τέχνης που δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από τις γκαλερί της πρωτεύουσας, στον οποίο λειτουργεί και καφέ.

Μια από αυτές τις υπέροχες ανοιξιάτικες μέρες που βρέθηκα στην Αλεξανδρούπολη, είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω σε προβολή της Κ.Λ.Α.,  τη «Νονά», το νέο ντοκιμαντέρ του Στέλιου Κούλογλου , με θέμα τον βίο και την πολιτεία της Καγκελαρίου Άνγκελα Μέρκελ.
Λίγο πριν αρχίσει η προβολή, μια ρακένδυτη ηλικιωμένη κυρία κάθισε από πίσω μου. «Δύσκολο πράγμα η ανεργία» μου ψιθυρίζει. Λίγο πριν σβήσουν τα φώτα λέει -τώρα πιο φωναχτά-  «ήρθα και χθες στην προβολή, στο τέλος πουλάει  dvd. Τι να κάνει; Άνεργος έμεινε κι αυτός. Κι εγώ όλη μέρα πουλάω χαρτομάντιλα. Όλοι για το μεροκάματο…».
Το ντοκιμαντέρ του Κούλογλου αναδεικνύει ένα πλούσιο υλικό: εικόνες από τη ζωή στην Ανατολική Γερμανία, γερμανικό σινεμά του 1980, διαγγέλματα της Μέρκελ, σκηνές της ανθρωπιστικής κρίσης στην Ελλάδα του 2014, στιγμιότυπα της γερμανικής και ευρωπαϊκής πολιτικής. Με γλαφυρή αφήγηση και εύστοχες δόσεις χιούμορ (ο κωμικός Ράινερ Κρόνερτ μιμείται καυστικά τη Μέρκελ ) και μέσα από μαρτυρίες και συνεντεύξεις, αποκαλύπτονται οι κυνικές, συχνά αδίστακτες πρακτικές που επιστρατεύει η ισχυρότερη, αυτή τη στιγμή, γυναίκα του πλανήτη. Ο χαρακτηριστικά κινηματογραφικός τίτλος  αυτού του μεστού πολιτικού ντοκιμαντέρ-πορτρέτου προέρχεται από το ομώνυμο βιβλίο της Γερμανίδας δημοσιογράφου Γκέρτρουντ Χέλερ. Όπως παραδέχεται η ίδια, ο τίτλος αυτός εκφράζει την πολιτική της Μέρκελ, καθώς ο τρόπος με τον οποίο εξασφαλίζει την εξουσία της έχει μαφιόζικα χαρακτηριστικά: ομερτά, νόμος της σιωπής, προδοσίες και πολιτικές «δολοφονίες».
Πέραν της τελευταίας, στη «Νονά» μιλούν όσοι τη γνώρισαν από κοντά ή παρακολουθούν στενά την πορεία της Μέρκελ: η επίσημη βιογράφος και φίλη της Καγκελάριου, Έβελιν Ρολ, ο δημοσιογράφος και ερευνητής της βερολινέζικης εφημερίδας Tagerspiegel, Χάραλντ Σούμαν, ο Γερμανός κοινωνιολόγος Ούρλιχ Μπεκ (συγγραφέας του βιβλίου «Από τον Μακιαβέλλι στη Μερκιαβέλλι»), αλλά και η Καναδή συγγραφέας («Το Δόγμα του Σοκ») και ακτιβίστρια Ναόμι Κλάιν.
Το φιλμ επιχειρεί να δώσει απάντηση στο πώς εκείνο το «κοριτσάκι από την Ανατολική Γερμανία»- όπως υποτιμητικά τη χαρακτήριζαν κάποτε οι συμπολιτευόμενοί της στο Χριστιανοδημοκρατικό κόμμα-και μάλιστα όταν έπεφτε το Τείχος του Βερολίνου προτίμησε να πάει για σάουνα, κατάφερε να αλλάξει άρδην τις ισορροπίες εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς όφελος της Γερμανίας και ειδικότερα των συμφερόντων μιας πανίσχυρης οικονομικής ελίτ, με αφορμή την κρίση του 2008. Μια «νονά» που αντιμετωπίζει την πολιτική ως χημικός κάνοντας πειράματα στον ευρωπαϊκό Νότο. Μια «νονά» που κατάφερε να επιβάλει τη γερμανική ηγεμονία στην Ευρώπη καθώς επιδίωξη όπως αναφέρει και ο Μπεκ «δεν είναι μια ευρωπαϊκή Γερμανία, αλλά μια γερμανική Ευρώπη».
Ένα ντοκιμαντέρ γροθιά στο στομάχι για το πώς ο φόβος και η ενοχή γίνονται εργαλεία κοινωνικής υποταγής.  Σ’ αυτό πρωταγωνιστούν και οι «λευκές χήρες», ένα σωματείο που έφτιαξαν στην Ιταλία οι γυναίκες εκείνων που αυτοκτόνησαν για οικονομικούς λόγους. «Φοβόταν ότι θα έχανε το σπίτι, τη σύζυγο και τις αδερφές του, φοβόταν ίσως να νιώσει ένας αποτυχημένος. Οι δικοί μας νεκροί αυτοκτόνησαν γιατί το κράτος δεν τους βοήθησε να ξεφύγουν. Είμαστε λευκές χήρες, γιατί αυτοί οι άνθρωποι πέθαναν άδικα...» λέει η Τιζιάνα από την Μπολόνια. Σε μια παράλληλη διήγηση χρησιμοποιούνται αποσπάσματα από τον μονόλογο «Μια κανονική μέρα» , που ανέβηκε στο θέατρο «Olvio», με θέμα και πάλι τις αυτοκτονίες (κείμενο Κατερίνα Γιαννάκου, σκηνοθεσία Μαριάννας Κάλμπαρη). Στο τέλος, η πρωταγωνίστρια (Ράνια Σχίζα) λέει: «θα ήθελα ο άντρας μου να είχε πεθάνει από ζάχαρη, όχι από ντροπή»
Έξω από το δημοτικό θέατρο ένα αναζωογονητικό αεράκι καθώς έπλεκε τα μαλλιά του σ’ έκανε να ανατριχιάζεις γλυκά.  Είναι το αεράκι που φέρνει το Θρακικό πέλαγος από τα ανοιχτά παράθυρα και μοσχομυρίζει άνοιξη.  Η νύχτα είχε σκεπάσει την πόλη. Και ο Φάρος φωτεινός σηματοδότης κατασκόπευε. Του Φάρου του αρέσει να κατασκοπεύει αποσπάσματα ζωής πίσω από τα σκοτεινά παράθυρα. Ήταν αργά όμως και έπρεπε να πάρω την Εγνατία της επιστροφής. Αποχαιρέτισα την πόλη που πήγαινε κι αυτή για ύπνο. Κάτω από το άγρυπνο μάτι του φάρου…


Μπάμπης Καλπάνης
Δημοσιεύτηκε στην Κ:

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου