Δευτέρα 1 Οκτωβρίου 2012

«Το ντέρτι δύο λαών» : Προσεγγίζοντας τον γείτονα με όχημα τη λογοτεχνία

« Hediye-Ευδοξία» του Ismail Keskin: μια ιστορία βασισμένη σε αληθινά γεγονότα


Η γιαγιά μου Hediye γεννήθηκε στο Ortaköy, κωμόπολη της Βιθυνίας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας κατά την περίοδο 1650 – 1920. Το όνομα της ήταν Ευδοξία.  Ο πατέρας της Βασίλης, διεύθυνε ένα ορυχείο και επίσης έναν αμπελώνα αλλά στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο έγινε τσέτης ( κλέφτης) υποκινούμενος όχι τόσο από εθνικιστικά κίνητρα αλλά για πιο πρακτικούς λόγους, για να προστατέψει την περιουσία του και την οικογένειά του. Μέχρι την κατάληψή της από τον ελληνικό στρατό, η κωμόπολή τους ήταν αρκετά ασφαλής από τη στιγμή που όλοι οι άντρες της πόλης έφεραν οπλισμό και προστάτευαν την πόλη τους. Όμως όταν ο ελληνικός στρατός κατέλαβε την γη και οι Έλληνες δεν μπορούσαν να παράσχουν προστασία, η πόλη δεν ήταν πλέον ένα ασφαλές μέρος και παρέμενε εκτεθειμένη στις επιδρομές των Κιρκασίων και των Αμπχαζίων κλεφτών- τσέτηδων.
Έτσι, ο πατέρας της δεν ήταν σε θέση να προστατέψει την οικογένειά του και έπρεπε να φυγαδευτούν εκείνος, η κόρη του, η γυναίκα του και ο δέκα μηνών γιος του σε ένα ασφαλέστερο μέρος. Η φιλική τους τουρκική οικογένεια ήταν μισή μέρα απόσταση με τα πόδι. Έτσι,  επειδή δεν ήξεραν τους δρόμους τότε και χρησιμοποιούσαν μόνο τρένο, χάθηκαν. Στο δρόμο συνάντησαν μια ομάδα από περιπλανώμενες γυναίκες που έφυγαν από τα κατεστραμμένα χωριά τους και κρύβονταν . Το κλάμα όμως του μωρού ήταν πρόβλημα γιατί μπορούσε να προδώσει την παρουσία τους στους τσέτες, οπότε έμειναν πίσω και δεν ακολούθησαν την ομάδα των γυναικών. Στη διαδρομή, συνάντησαν ένα άλλο καμένο μικρό χωριό όπου ξεκουράστηκαν και μετά ακολούθησαν μια άλλη ομάδα περιπλανώμενων γυναικών. Στο τέλος, παγιδεύτηκαν εκεί που κρύβονταν και όταν το μωρό άρχισε πάλι να κλαίει, η μητέρα του αναγκάστηκε να το σκοτώσει μαζί με άλλες γυναίκες για να μην τους αντιληφθούν και τους πιάσουν. Δεν άργησαν όμως να τους ανακαλύψουν. Στο τέλος της ημέρας τούς έπιασαν Τούρκοι τσέτες και από τη στιγμή που η κόρη τους Ευδοξία ήταν ένα πολύ όμορφο εννιάχρονο κορίτσι, με μακριά μαλλιά, ένας από τους τσέτες θέλησε να την υιοθετήσει γιατί η γυναίκα του δεν μπορούσε να κάνει παιδιά. Έτσι η Ευδοξία δέχεται να υιοθετηθεί με αντάλλαγμα να σωθεί η μητέρα της. Ο τσέτης δέχεται τη συμφωνία και την παίρνει μαζί του. Η Ευδοξία έτσι γίνεται μουσουλμάνα και ο νέος της πατέρας τής δίνει το όνομα « Hediye» που στα τούρκικα σημαίνει «δώρο»...



Αυτή είναι η ιστορία της γιαγιάς του Ismail Keskin, συγγραφέα από την Τουρκία. Η ιστορία διαδραματίζεται στην Ανατολία μεταξύ των ετών 1877-1925. Το βιβλίο του “HediyeEvdoksia”, ένα αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα, κυκλοφορεί στην Τουρκία από τις εκδόσεις hayykitap. Στον έναν χρόνο κυκλοφορίας του, το πρώτο βιβλίο του Ismail έχει αγαπηθεί από το αναγνωστικό κοινό της γείτονος, έχει αποσπάσει θερμές κριτικές ενώ επιθυμία του συγγραφέα είναι να μεταφραστεί και στα ελληνικά. 


Ο Ismail σπούδασε ιστορία , το γράψιμο είναι ο καλύτερος τρόπος για να εκφραστεί, ασχολείται με την μουσική και είναι ακτιβιστής προωθώντας την ειρήνη και τη συμφιλίωση. Ο ίδιος είναι αναγνωρισμένος διδάσκων δάσκαλος προφορικής ιστορίας στο πρόγραμμα συμφιλίωσης Τούρκων και Αρμενίων υπό την αιγίδα τουρκικών, αρμένιων και γερμανικών μη κυβερνητικών οργανώσεων.
«Είμαι πολιτισμικό “υβρίδιο”, διαφορετικών πολιτισμών, πρώτα από όλα Τούρκος και Έλληνας, η Ευδοξία ήταν γιαγιά μου και γνωρίζω την ελληνική της καταγωγή από το ξεκίνημα της ζωής μου. Μ’ αυτόν τον τρόπο, πάντα κουβαλούσα μαζί μου τον δυισμό της ταυτότητάς μου, πάντα ήμουν ευτυχής για τις πολλαπλές και πολύπλοκες ταυτότητές μου. Αυτό σε παραλύει κατά ένα τρόπο αλλά επίσης σε κάνει να σκέφτεσαι διπλά και τριπλά για πράγματα που κάποιους άλλους δεν θα τους απασχολούσαν καθόλου».

Hediye σημαίνει δώρο
«Η γιαγιά μου γεννήθηκε κόρη ελληνικής οικογένειας και βαφτίστηκε χριστιανή ορθόδοξη γι’ αυτό και το όνομα Ευδοξία. Το όνομα της μητέρας της ήταν Αθηνά και του πατέρα της Βασίλης. Όμως, βίωσε τρομερά πράγματα και την πήρε τουρκική οικογένεια. Όταν η μητέρα της την άφησε για να βρει τον σύζυγό της, έμεινε με την καινούρια της οικογένεια και έγινε μουσουλμάνα. Σίγουρα η διαδικασία δεν ήταν τόσο απλή όσο την εξηγώ γι’ αυτό και το μυθιστόρημα υπερβαίνει τις 200 σελίδες. Αλλά το καινούριο της όνομα επιλέχθηκε με πολύ πρακτικό τρόπο. Η γυναίκα αυτού του τσέτη που την υιοθέτησε, του Μεχμέτ, δεν μπορούσε να συλλάβει παιδί ,έτσι ζήτησε από τον άντρα της να της φέρει παιδί από τον πόλεμο και ο άντρας της τής έφερε την Ευδοξία σαν δώρο. Έτσι, της έδωσαν το όνομα Hediye που σημαίνει « Το Δώρο».


“Μεταφέροντας παλιές ιστορίες στη νέα γενιά συμβάλλουμε στην εδραίωση της ειρήνης”
«Δεν έγραψα αυτό το βιβλίο για να προωθήσω την οικογενειακή ιστορία ή αυτήν της γιαγιάς μου,  καθένας έχει γιαγιά και ο καθένας έχει ιστορίες , πόνους, προσωπικά βιώματα και τραύματα. Επίσης δεν την έγραψα επειδή ήταν συγκινητική ή ενδιαφέρουσα. Την έγραψα για να γίνει η ιστορία της γιαγιάς μου ένα εργαλείο το οποίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να προωθηθεί η ειρήνη και η ζωή. Ο Νίτσε αναφέρεται σε αυτό το είδος της ιστορίας ως “ιστορία για τη ζωή”. Ιστορία που υμνεί τη ζωή και όχι τη σύγκρουση ή τον πόλεμο. Διευρύνω αυτόν τον όρο και τον εφαρμόζω στην λογοτεχνία. Το ονομάζω λογοτεχνία για τη ζωή. Εάν έχεις το καλύτερο ατσάλι του κόσμου μπορείς να το σμιλεύσεις και να το μετατρέψεις στο καλύτερο σπαθί του κόσμου και θα ακουστεί πολύ ρομαντικό. Όμως θα πρέπει να ξέρεις ότι δημιούργησες επίσης το καλύτερο φονικό αντικείμενο και ότι αυτό μπορεί να σκοτώσει. Μπορείς επίσης να χρησιμοποιήσεις αυτό το ατσάλι για οικιακά σκεύη, ταψιά ή για οτιδήποτε άλλο. Δεν θα ακουστεί τόσο ρομαντικό αλλά τουλάχιστον δεν θα σκοτώσει κανέναν και θα διευκολύνει τη ζωή των ανθρώπων. Το ίδιο ισχύει και για τη λογοτεχνία. Μπορείς να πάρεις μια ενδιαφέρουσα ιστορία ζωής, να τη σμιλεύσεις πολύ ρομαντικά και να την προωθήσεις ως εργαλείο βίας αλλά πρέπει να ξέρεις ότι θα σκορπίσει μίσος. Μπορεί να είναι ένα εξαιρετικό λογοτεχνικό έργο , αλλά τέτοιου είδους λογοτεχνία δεν έχει αξία στα μάτια μου και την απαρνιέμαι. Η λογοτεχνία μου είναι για να προωθεί την ειρήνη και τη ζωή. Δεν θα βρείτε σε αυτήν ούτε ρομαντικισμούς εμπάθειας ούτε προώθηση μίσους. Σίγουρα υπάρχει η βία του πολέμου αλλά όχι για να προωθηθεί αλλά για να δείξει στους ανθρώπους ότι ο θάνατος και ο πόλεμος δεν είναι καθόλου ρομαντικά πράγματα. Είναι πικρά, επίπονα και αποκρουστικά. Έχοντας δει τόσα αποκρουστικά πρόσωπα του πολέμου, εάν κάποιος επιθυμεί ακόμα τον πόλεμο, είναι σκληρό».

 “Ti egine yavri mu, pu ine o Vasilis ? Den ksero ti na kano me dio pedia mesa ston hamo”
Το βιβλίο είναι ιστορία βασισμένη σε αληθινά γεγονότα και είναι κάτι περισσότερο από ένα απλό ιστορικό μυθιστόρημα. Κάθε λέξη είναι τοποθετημένη έπειτα από μακρά και αρκετά επίπονη έρευνα που πήρε επτά χρόνια, συμπεριλαμβανομένων ερευνών που πραγματοποιήθηκαν στην Τουρκία, στην Ελλάδα ακόμα και στην Αρμενία για ορισμένα κεφάλαια του βιβλίου (  αν και η Αρμενία δεν έχει άμεση σχέση με την ιστορία αλλά με την διαδικασία συγγραφής του βιβλίου) οπότε μπορεί κανείς να καταλάβει εύκολα ότι δεν είναι ένα συνηθισμένο και τετριμμένο βιβλίο και οι ελληνικές φράσεις που περιέχονται σ’ αυτό με τη μορφή των greeklish δεν είναι «geia souuu ti kaneiiiis».
«Έζησα δύο χρόνια στην Αθήνα και τον περισσότερο μου χρόνο τον αφιέρωσα σε έρευνες στο Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών , διαβάζοντας μαρτυρίες ανθρώπων που κατάγονταν ακριβώς από το χωριό της γιαγιάς μου. Μελέτησα επίσης ιστορία βυζαντινής τέχνης  και δούλεψα εικονική μορφή της Παναγίας Ελεούσας. Όλες αυτές οι εκφράσεις “greeklish” είναι πολύ προσεκτικά επιλεγμένες μέσα από αυτές τις αναζητήσεις μου σε συνδυασμό με την λεκτική μου εμπειρία. Έτσι, τα ελληνικά που θα εντοπίσει ο αναγνώστης στο βιβλίο μου φέρουν ακριβώς την ίδια υφή με εκείνα τα ελληνικά , μερικές φορές ανεμειγμένα με τούρκικα όχι ως στρατηγική φθηνού μάρκετινγκ αλλά για να δοθεί το στίγμα της εποχής και οι γλωσσικές προεκτάσεις του. Έτσι, το τουρκικό κοινό έρχεται σε επαφή με «πρώιμα ελληνικά» υπό αυτήν την έννοια και όχι ανόητα «geia sou, ti kaneis, kalispera…». Σίγουρα δεν είναι διπλωματία του τζατζικιού ή του μουσακά. Δεν διάβασα  μόνο χιλιάδες σελίδων από μαρτυρίες αλλά επίσης ελληνικές εφημερίδες των αρχών του 20ου αιώνα (δημοσιευμένες στην Κωνσταντινούπολη ή στην Αθήνα) . Για παράδειγμα, κάτω από την εικόνα του Σουλτάνου Αμπντούλ Χαμίτ του δευτέρου, υπάρχει επιγραφή γραμμένη στα ελληνικά. Εάν έχεις λάβει νεοελληνική παιδεία και δεν κατέχεις την καθαρεύουσα, εκλαμβάνεις την επιγραφή  ως γραμμένη από έναν Τούρκο που δεν ξέρει ελληνικά και γράφει σε greeklish. Αλλά αυτή η επιγραφή είναι παρμένη από το βιβλίο ενός Φαναριώτη Έλληνα που είχε λάβει κατά πολύ περισσότερο ελληνική παιδεία από οποιονδήποτε νεοέλληνα.  Ακόμη και τα greeklish είναι το κλειδί για την κατανόηση του παρελθόντος».

Πραγματιστική πρακτική αλήθεια: μια αλήθεια παγκοσμίως αποδεκτή
Εάν διαβάσει κανείς το βιβλίο του Ismail Keskin, θα διαπιστώσει ότι κουβαλάει πολύ «βαρύ» υλικό για όλες αυτές τις σφαγές, τις απελάσεις. Έχει επίσης  πολύ σκληρές κριτικές  για τον πόλεμο και την πολιτική. «Παρ’ όλα αυτά όμως είναι ουδέτερα προσανατολισμένο και δεν κουβαλάει ερωτήματα για “πολιτική ορθότητα”. Στις σπουδές σε θέματα συμφιλίωσης, χρησιμοποιούμε έναν όρο για αυτό: « πραγματιστική πρακτική αλήθεια». Μια αλήθεια παγκοσμίως αληθινή και αποδεκτή χωρίς όμως να αντικρούει τα τοπικά γεγονότα. Με αυτόν τον τρόπο, δέχομαι πολλά συγχαρητήρια από τους αναγνώστες μου ότι είμαι αντικειμενικός και ότι δεν παίρνω κανενός το μέρος».


“ Έχουμε χιλιάδες ταυτότητες και το να τις κλειδώνουμε σε μία ταυτότητα είναι απλά μια προσπάθεια που σκοτώνει τη ζωή”
«Δεν μου αρέσει ο όρος “μειονότητα” σε καμία περίπτωση. Για μένα, η μοναδικότητα έχει μεγάλη αξία και στα αλήθεια δεν μου αρέσουν οι περιορισμοί που επιβάλλουν όροι της «πολιτικής επιστήμης». Παρόλο που γίνονται αποδεκτοί ως επιστημονικοί, είναι πάντα θολοί και ανοιχτοί σε ταξινομήσεις μέσα από σχέσεις εξουσίας. Έτσι, εάν με ρωτάτε για τους Έλληνες της Κωνσταντινούπολης, πολλοί από αυτούς είναι φίλοι μου ακόμη και αν είναι τόσο λίγοι. Δεν θα επαναλάβω όλες αυτές τις ρομαντικές διαλέξεις, και επίσης πιστεύω ότι μερικές φορές αυτή η «υπερευαισθησία» είναι ένας άλλος τρόπος να τους προσβάλλουμε, με το να προσποιούμαστε ότι είναι ένα είδος προς εξαφάνιση σε ένα ζωολογικό κήπο. Ο καλύτερος τρόπος είναι να αφήσουμε τα πράγματα να εξελιχθούν. Πολλοί νεαροί Έλληνες έρχονται στην Istanbul είτε για να σπουδάσουν είτε για να δουλέψουν. Είναι στα αλήθεια πολύ καλό αυτό αλλά το κίνητρο δεν πρέπει να είναι αναχρονιστικό, δηλ. «να αναστήσουμε τον ελληνισμό της Πόλης». Η ζωή είναι κάτι που αλλάζει ραγδαία και πρέπει να την ζούμε με φυσικό τρόπο και όχι με ανόητους ιδεαλισμούς. Όλοι μας είμαστε κάτι περισσότερο από Έλληνας, Τούρκος Ρωμιός. Να σας δώσω ένα παράδειγμα: Eίμαι Τούρκος αλλά εν μέρει και Έλληνας , μιλάω τουρκικά, ελληνικά και αγγλικά, λίγο περσικά και πολύ λίγο αρμένικα. Επίσης είμαι ιστορικός, συγγραφέας, μουσικολόγος και πολύ καλός στις εξορμήσεις! Έχουμε χιλιάδες ταυτότητες και το να τις κλειδώνουμε σε μία ταυτότητα είναι απλά μια προσπάθεια που σκοτώνει τη ζωή».

Εμείς δεν μπορούμε να αλλάξουμε την ιστορία των παππούδων μας. Μπορούμε ίσως να δώσουμε ένα άλλο νόημα στο μέλλον”
«Τα βιβλία και η λογοτεχνία μπορεί να αποτελέσουν «γέφυρα» ώστε να φέρουν τους ανθρώπους πιο κοντά και να μάθουν ο ένας τον πολιτισμό του άλλου. Αλλά επίσης μπορεί οι ίδιοι να αποτελέσουν εκρηκτικό υλικό που θα ανατινάξει τη γέφυρα! Υπάρχει πολλή λογοτεχνία για τον κάλαθο των αχρήστων και στις δύο χώρες ,που δεν ξέρει κανείς τίποτα για τον άλλο αλλά απλά χρησιμοποιεί τα greeklish ή turkishlish χωρίς να υπάρχει περιεχόμενο. Αυτό αποδεικνύει την παρουσία αυτής της άχρηστης λογοτεχνίας η οποία επηρεάζει την εικόνα που έχουμε ο ένας για τον άλλον. Όλοι έχουμε βαρεθεί την διπλωματία του τζατζικιού και του μουσακά και το «geia sou» ή «merhaba» με κακή προφορά, δεν είναι πια ούτε συμπαθητικό ούτε χαριτωμένο. Πριν από μερικές εβδομάδες, καθόμουν σε ένα φημισμένο καφέ της Istiklal και μου έφεραν τον κατάλογο. Καθώς σκεφτόμουν τι θα παραγγείλω, την προσοχή μου τράβηξε το “Selanik sandwich» (σάντουιτς Θεσσαλονίκης). Κοίταξα τα συστατικά και ήταν φτιαγμένο από λάδι. Γι’ αυτό ακριβώς μιλάω. Αυτός ο ανόητος και τυφλός ρομαντισμός δεν δημιουργεί αλλά καταστρέφει τις γέφυρες. Οποιοσδήποτε έχει επισκεφτεί την Θεσσαλονίκη, ξέρει ότι είναι από τις λίγες πόλεις που δεν βρίσκεις ελαιόδεντρα! Ένα τυπικό σάντουιτς Θεσσαλονίκης θα μπορούσε να έχει καπνό και όχι λάδι! Δεν πιστεύω ότι χρειάζεται πραγματικά να μάθουμε ο ένας τον πολιτισμό του άλλου. Δεν μιλάμε εδώ για νορβηγικά και τουρκικά ή γλώσσα των Εσκιμώων με ελληνικά. Μιλάμε για ανθρώπους που έζησαν δύσκολα μαζί  για περισσότερο από 600 χρόνια. Εάν αναφέρεστε στη Μικρά Ασία αυτή η εποχή είναι ακόμα περισσότερο μακρά. Εγώ ο ίδιος είμαι υβρίδιο, οπότε φανταστείτε πιθανές ιστορίες. Το μόνο πράγμα που χρειάζεται να κάνουμε είναι να το αφήσουμε να κυλήσει και να είμαστε επιλεκτικοί στο τι προσλαμβάνουμε και από που. Δεν πρέπει να υποπέσουμε σε ανόητους ρομαντισμούς. Για να το αποδεχτούμε αυτό πρέπει να καταλάβουμε ότι τα 1900 δεν ήταν ουτοπικοί καιροί αλλά εποχές πολέμου και πόνου και ότι οι παππούδες μας δεν ήταν άγγελοι ή δαίμονες αλλά ανθρώπινα όντα, θύτες ή θύματα αλλά σε κάθε περίπτωση ανθρώπινα όντα με όλη τη σημασία της λέξης , με όλες τις αρετές και τα τερατουργήματα. Αυτό θα βρείτε και στο βιβλίο μου. Τι σημαίνει ο πόλεμος για ένα εννιάχρονο κορίτσι και τι βάρη μπορούν να σηκώσουν ακόμα και οι ώμοι εκείνου του μικρού κοριτσιού».

Καλπάνης Μπάμπης

Δημοσιεύτηκε στην Kulturosupa:

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου